05/12/2018

Το λαϊκό ελληνικό τραγούδι

Το λαϊκό ελληνικό τραγούδι

Επτά κρίσιμα σημεία για μια ραδιοφωνική παρουσίαση, 
αυστηρή στην πλαισίωσή της – όχι όμως επιστημονική

        Στον Κυριάκο, 
                  ενσάρκωση του λαϊκού ανθρώπου

            Σημείο πρώτο : Μια αυτόνομη και αυτόχθονη δημιουργία
Αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ενιαία λαϊκό ελληνικό τραγούδι συνιστά μια από τις σπάνιες αυτόνομες και αυτόχθονες δημιουργίες της σύγχρονης Ελλάδος. (Δημιουργία με την πλατιά έννοια της λέξης, όπως θα λέγαμε ότι η σημερινή Αθήνα είναι μια δημιουργία – δημιουργία τερατώδης επί τη ευκαιρία.) Ειδικότερα, το λαϊκό τραγούδι εντάσσεται στην καλλιτεχνική δημιουργία. Είναι τραγούδι διότι συνδυάζει αξεχώριστα μουσική και στίχο, και προορίζεται να τραγουδηθεί. Είναι λαϊκό διότι εκπηγάζει από τη δημιουργικότητα του ανώνυμου συλλογικού. Είναι ελληνικό διότι προέρχεται από την ελληνική κοινωνία. Ταυτόχρονα είναι πανανθρώπινο – να ένα από τα προτερήματά του ! – διότι αγκαλιάζει με τους στίχους του όλα σχεδόν τα ζητήματα της ανθρώπινης ζωής.
Σημείο δεύτερο : Οι συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργείται
Η ίδρυση του νεοελληνικού Κράτους-έθνους χρονολογείται στα 1822, μετά το ξέσπασμα του ανεξαρτησιακού πολέμου εναντίον της οθωμανικής κατοχής. Έτσι, σύγχρονη Ελλάδα σημαίνει, για μας, η κοινωνία που συγκροτείται με την ίδρυση αυτή.
Όσον αφορά το λαϊκό τραγούδι, περιοριζόμαστε σε μια περίοδο πιο πρόσφατη που συμπίπτει με τις αρχές του 20ου αιώνα. Αναδύεται τότε στην Ελλάδα μια κοινωνία η οποία, παρά τις ιδιαιτερότητές της, εμφανίζει κοινά γνωρίσματα με τις δυτικές κοινωνίες, που ονομάστηκαν νεωτερικές (μοντέρνες). Δεν θα θέλαμε να την χαρακτηρίσουμε «καπιταλιστική» ή «βιομηχανική» – κατά την προσφιλή στους κοινωνιολόγους συνήθεια να βάζουν εύκολα ετικέτες στις κοινωνίες – διότι πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη πολλά στοιχεία ταυτόχρονα, και όχι μόνο τον τρόπο παραγωγής, που δεν είναι καθοριστικό στοιχείο.
Μαζί με την κοινωνία αυτή αναδύεται ένας νέος τρόπος ζωής που επηρεάζεται από πολλά στοιχεία. Απαριθμούμε τα σημαντικότερα : α) ογκώδες ρεύμα αστυφιλίας, προς πόλεις υπό διαμόρφωση και επέκταση, και σημαντικό κύμα μετανάστευσης, κυρίως προς ΗΠΑ – σταδιακή άρα εγκατάλειψη της αγροτικής ζωής· β) εμφάνιση μιας νεαρής εργατικής τάξης, συγκεντρωμένης μαζικά σε ιδιαίτερες συνοικίες των μεγάλων πόλεων – μετασχηματισμός, κατά συνέπεια, της καθημερινής ζωής ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού· γ) βαθμιαία διείσδυση στην κοινωνία των αξιών μιας από τις συνιστώσες της νεωτερικής Δύσης, δηλαδή της ανερχόμενης συνιστώσας η  οποία  εκθειάζει  την κοινωνική «πρόοδο» με αποκλειστικό μέσο την οικονομική ανάπτυξη και τον παραγωγισμό – επιβολή, λοιπόν, ενός ρυθμού ζωής πιεστικού και αγχώδους.
Στις μεγάλες πόλεις – και το λαϊκό ελληνικό τραγούδι είναι τραγούδι κατεξοχήν των αστικών πληθυσμών –, στην αναδυόμενη κοινωνία των μαζών, στο μοναχικό και ανώνυμο πλήθος, ο άνθρωπος, λίγο περισσότερο ενημερωμένος και απαλλαγμένος από τις προκαταλήψεις και τις κοινωνικές περιστολές, τους περιορισμούς και τις καταστολές, του χωριού, αποκτά μια καλύτερη συνείδηση της κατάστασής του. Δημιουργεί νέες φιλίες, αναζητά τη συζήτηση στην ταβέρνα, το βράδυ μετά το κοπιαστικό μεροδούλι, γλεντά και τραγουδά, θέλοντας έτσι να δραπετεύσει από την κοινωνία, αλλά και από την ίδια την ανθρώπινη μοίρα – εξού η σημαντικότητα του θέματος αρρώστεια-θάνατος στο λαϊκό τραγούδι.
Σημείο τρίτο : Τραγούδι ελεύθερο και κριτικό
Για λόγους των οποίων η παρουσίαση και η ανάλυση δεν έχουν εδώ θέση, η νεοελληνική κοινωνία του 20ου αιώνα δεν έχει να επιδείξει πολλές καλλιτεχνικές δημιουργίες αυτόνομες και αυτόχθονες, δηλαδή προερχόμενες από το ανώνυμο συλλογικό και ατομικούς δημιουργούς. Μέσα στις σπάνιες αυτές δημιουργίες, το λαϊκό τραγούδι ξεχωρίζει με την αυθεντικότητά του, την πρωτοτυπία του, το φανταστικό του πλούτο, τον ανοικτό του χαρακτήρα σε όλες τις δυνατές επιρροές. Ξεχωρίζει κυρίως με την κριτική του στάση απέναντι στην κοινωνία της εποχής του και τις αξίες της, που γίνονται όλο και περισσότερο κυρίαρχες. Αποτελεί, από την άποψη αυτή, το «αντι-ρεύμα» σε σχέση με όλες σχεδόν τις άλλες καλλιτεχνικές ή και γενικά νεοελληνικές δημιουργίες.
Να τι δικαιολογεί την άποψη μας ότι αυτό το τραγούδι αποτελεί αυτόνομη και αυτόχθονη δημιουργία. Είναι αυτόχθονο επειδή είναι δημιουργημένο από υλικά προερχόμενα κυρίως από την ίδια του τη γη : γλώσσα, θέματα, μουσική. Είναι αυτόνομο επειδή είναι ελεύθερο και κριτικό σχετικά με την γύρω κοινωνία, η οποία δεν καταφέρνει να του επιβάλει τις κυρίαρχες αξίες της, τους μύθους της, τις προκαταλήψεις της, τους νόμους της, τους τρόπους ζωής της. (Ας θυμίσουμε ότι ο κατεξοχήν ρόλος της μεγάλης τέχνης συνίσταται στο να είναι κριτική απέναντι στην υπάρχουσα κοινωνία.)
            Σημείο τέταρτο : Τραγούδι καθολικό και όχι περιθωριακό
Το λαϊκό τραγούδι, που τραγουδήθηκε από χιλιάδες ανθρώπους στα σοκάκια και τις αυλές κάθε φτωχογειτονιάς, σε γιορτές και κέντρα διασκέδασης, υπέφερε μέχρι αρκετά πρόσφατα (δεκαετία του ’50) από μια πολύ ισχυρή υποτίμηση και περιφρόνηση, προερχόμενες απ’ όλες τις επίσημες πλευρές – κρατική ραδιοφωνία, πολιτικά κόμματα, διανοούμενοι, κλπ. Υπέφερε εξίσου, και υποφέρει ακόμα, από ανεπαρκείς αναλύσεις ειδικών ή επιστημόνων, που θέλησαν να το ερμηνεύσουν κοινωνιολογικά ως περιθωριακή δημιουργία περιθωριακών στρωμάτων του πληθυσμού (φυλακισμένοι, χρήστες ναρκωτικών), ακόμα και του «λούμπεν προλεταριάτου».
            Όχι μόνο δεν θεωρούμε αυτή την ερμηνεία ορθή, αλλά απεναντίας θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι το λαϊκό τραγούδι αντιπροσωπεύει μια δημιουργία γεννημένη από τα σπλάγχνα της σύγχρονης Ελλάδος. Αφομοιώνει και προεκτείνει, μετασχηματίζοντάς την με αυθεντικότητα, τη μακριά παράδοση της δημοτικής μουσικής και ποίησης. Αποτελεί, ταυτόχρονα, μια εντελώς πρωτότυπη δημιουργία, κριτικά τοποθετημένη απέναντι στην κυρίαρχη συνιστώσα της σύγχρονης κοινωνίας, στις αξίες της, στα είδωλά της. Είναι δημιουργία της συλλογικής ανώνυμης ιδιοφυΐας και, αργότερα, ταλαντούχων συνθετών και στιχουργών αυτοδίδακτων. Την συνεχίζουν σπουδασμένοι μουσικοί και στιχουργοί – αληθινοί ποιητές – που είναι λίγο-πολύ ευρυμαθείς και άνθρωποι των γραμμάτων.
            Μια απλή ματιά στη μουσική και ποιητική θεματολογία αυτού του τραγουδιού πείθει και έναν αναλφάβητο – εκτός κι αν πρόκειται για κάποιον πολύξερο κοινωνιολόγο μαρξιστή ή μονοδιάστατο αναγωγιστή : που τα ανάγει όλα σε έναν παράγοντα – ότι, όχι μόνο δεν είναι περιθωριακό, αλλά αντίθετα είναι καθολικό στο μέτρο που αφομοιώνει ποικίλες μουσικές επιδράσεις προερχόμενες και από την Ανατολή και από τη Δύση, και στο μέτρο που οι στίχοι του μιλούν για όλα τα προβλήματα της ανθρώπινης ζωής, και όχι μόνο της ζωής των φτωχών και των περιθωριακών.
Ακόμα και αν ήταν «περιθωριακό», τίποτα δεν θ’ άλλαζε για μας αναφορικά με την αξία του λαϊκού τραγουδιού. Είναι μια άλλη συζήτηση τι σημαίνουν «περιθωριακά» στρώματα μιας κοινωνίας. Στην πέννα, όμως, και το μυαλό των υποστηρικτών αυτής της άποψης, τουλάχιστον της πλειοψηφίας τους, η απόδοση του λαϊκού τραγουδιού στους «περιθωριακούς», θέλει να το υποτιμήσει, να το περιθωριοποιήσει και, ταυτόχρονα, να δικαιολογήσει την περιφρονητική στάση που εκδηλώθηκε απέναντί του.
Σημείο πέμπτο (ειδικό) : Το λαϊκό τραγούδι δεν έχει σχέση με την τουριστική Ελλάδα
Η υπερβολικά τουριστικοποιημένη εικόνα της Ελλάδος που κυριαρχεί στο εξωτερικό          – τουλάχιστον, απ’ όσο ξέρουμε, στη Γαλλία –, η εικόνα μιας χώρας λίγο-πολύ εξωτικής, με ωραίο τοπίο, καλή κουζίνα και αισθησιακά ηλιοβασιλέματα, δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με το    λαϊκό τραγούδι. Το ότι για αυτή την εικόνα ακόμα και Έλληνες (καλλιτέχνες, μυθιστοριογράφοι, μετανάστες, και ασφαλώς ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού) έχουν συμβάλλει, είναι ένα ζήτημα που δεν μπορούμε να συζητήσουμε εδώ.
Μεταξύ των Γάλλων που κατάλαβαν την αξία αυτού του τραγουδιού, αξίζει να αναφέρουμε τον Jacques Lacarrière, ο οποίος στο βιβλίο του Το ελληνικό καλοκαίρι, μιλώντας για τα ρεμπέτικα, που αποτελούν μία από τις κύριες μορφές του λαϊκού τραγουδιού, γράφει : «πρόκειται για μια λαϊκή δημιουργία με πανανθρώπινη αξία» (σελ. 350).
Σημείο έκτο : Το τραγούδι στερεύει, η ζωή φτωχαίνει, χάνεται η λαϊκή ψυχή  
Η εμπνευσμένη δημιουργικότητα του λαϊκού τραγουδιού διαρκεί από την αρχή του       20ου αιώνα μέχρι τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Στερεύει στη συνέχεια, για πολλούς λόγους. Οι πιο βασικοί συνδέονται στενά με το ξεθώριασμα της φιλοσοφίας που τραγουδούσε και της στάσης ζωής που ενέπνεε. Στην τωρινή Ελλάδα, φτωχαίνει η ζωή μέσα στην υλική άνεση. Χάνονται η συζήτηση, το γλέντι και η γιορτή, ξεθωριάζουν η φιλία και ο έρωτας, κρύβονται η αρρώστεια και ο θάνατος. Στερεύουν η γλώσσα, η έκφραση, ο στίχος, η ποίηση, η μουσική έμπνευση. Λες και ξεχάστηκε μέσα σε μια νύχτα ότι την άπονη ζωή δεν την κάνει μόνο η φτώχεια. Σαν να είναι ντροπή να ομολογείται ο ερωτικός, και κάθε, καημός, να κατακρίνεται η κοινωνική αδικία, να καταδικάζεται η κοινωνική ανισότητα. Λες και ξεχάστηκε η ίδια η ανθρώπινη μοίρα : να πεις «το τελευταίο βράδυ μου» θεωρείται σήμερα ψυχοπλακωτικό, καταθλιπτικό, απάνθρωπο !
Αναφέροντας τις σκέψεις αυτές, εφιστώ την προσοχή σε όσους θέλουν να μας πείσουν (συνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές), και σε όσους από τους απλούς καλοπροαίρετους ανθρώπους νομίζουν, ότι όλα οφείλονται στο χρήμα και τις δισκογραφικές εταιρείες. Γιατί δεν υπάρχει ούτε ένας Βαμβακάρης σήμερα ; Μα, γιατί σήμερα δεν μπορεί να ειπωθεί : «Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς και ψεύτικη η ζωή μας». Μικρή παρένθεση. Η έκφραση «ψεύτικος ντουνιάς» ή «ψεύτης ντουνιάς»  συναντάται αναρίθμητες φορές στο λαϊκό τραγούδι. Αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της φιλοσοφίας του. Θα χρειαζόταν ένα άλλο κείμενο για την ανάλυση και μια απόπειρα ερμηνείας της. Σημειώνω απλώς ότι ο Βαμβακάρης δεν λέει «Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς και μάταιη η ζωή μας». Και τούτο συνδέται με όλη τη λογική του λαϊκού τραγουδιού, που δεν τραγουδά τη ματαιότητα αλλά το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής, και των μεγαλείων της, και καλεί να χαρούμε αυτή τη ζωή, χωρίς να της ορίζουμε ψεύτικους στόχους (π. χ. άπιαστους), και να τη ντύνουμε με ψεύτικα νοήματα (π. χ. παραγωγικά ή «προοδευτικά»).
Θα μας πουν : άλλαξε η κοινωνία, άλλαξε και η ζωή. Γιατί τότε τα σημερινά τραγούδια δεν τραγουδούν τα τωρινά προβλήματα των ανθρώπων ; Ή μήπως αυτά χάθηκαν ; Αν δεν υπάρχει η φτωχολογιά (υπόθεση αυθαίρετη), υπάρχουν η κατάθλιψη και η πίκρα, η αρρώστεια και ο θάνατος, τα ναρκωτικά – σε πολύ πιο δύσκολες πολιτικές συνθήκες τα ρεμπέτικα τραγούδησαν την πρέζα –, υπάρχουν η μόλυνση του περιβάλλοντος και το άγχος της καθημερινότητας. Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι σύνθετη, αλλά ας επιχειρήσουμε μια συνόψιση. Για να τραγουδάς ένα πρόβλημα πρέπει να το νιώθεις ως πρόβλημα χωρίς να ντρέπεσαι. Και για να μη ντρέπεσαι, πρέπει να βλέπεις ότι, πέρα από δικό σου, είναι και κοινωνικό πρόβλημα. Ο ξέφρενος σημερινός ατομικισμός δεν βοηθά σε αυτό. Δεν βοηθά η εξαφάνιση κάθε ουσιαστικής κριτικής άποψης και στάσης απέναντι στη σημερινή κοινωνία. Δεν βοηθά κυρίως η απελπισμένη φυγή από την κοινωνική πραγματικότητα και την ανθρώπινη μοίρα, η απώθησή τους, το κρύψιμό τους. Το λαϊκό τραγούδι δραπέτευε από μια κοινωνική πραγματικότητα που κατέκρινε και από μια μοίρα που επωμιζόταν. Επειδή δεν έφευγε, αγνοώντας τες, ήταν λαϊκό και ανθρώπινο. Από όλους τους ορισμούς για αυτό που είναι λαϊκό, να ένας, ίσως ο λιγότερο δημαγωγικός : το λαϊκό είναι κοινωνικά κριτικό και αυθεντικά ανθρώπινο. Λιγόστεψαν απελπιστικά οι λαϊκοί άνθρωποι, στέρεψε το λαϊκό τραγούδι.         
Σημείο έβδομο : Παρουσίαση κατά περιόδους
Προτείναμε, με όλα τα παραπάνω σημεία, ένα πιθανό πλαίσιο, αυστηρό, για ν’ αποφύγουμε τις απλουστεύσεις με τις οποίες επανειλημμένα παρουσιάστηκε αυτό το τραγούδι στο γαλλικό κοινό, και άρα ένα πλαίσιο που δεν θέλει να είναι επιστημονικό, για να προφυλαχτούμε από τις ιδεολογικές ερμηνείες, λαθεμένες στην ουσία τους και μονοδιάστατες. Με το έβδομο και τελευταίο σημείο, προτείνουμε έναν τρόπο παρουσίασης αυτού του τραγουδιού από το ραδιόφωνο.
Στην αφετηρία του, το λαϊκό τραγούδι δεν ήταν προορισμένο ν’ ακουστεί από το γραμμόφωνο ή το ραδιόφωνο. Γραφόταν για ν’ ακούγεται στην ταβέρνα, για να τραγουδιέται και να χορεύεται. Με μια λέξη, για να συνοδεύει ή καλύτερα να φτιάχνει τη γιορτή, το γλέντι. (Αυτό το αυθόρμητο γλέντι χάνεται στην τωρινή Ελλάδα, και μαζί του βουλιάζει και το λαϊκό τραγούδι.) 
Απλώς και μόνο η ακρόαση αυτού του τραγουδιού παρέχει στον προσεκτικό ακροατή όλες τις δυνατότητες να καταλάβει την πρωτοτυπία και την ιδιαιτερότητα της μουσικής του, με τις σίγουρες και εμφανείς επιρροές της. Μια συμπληρωματική προσπάθεια από τη μεριά μας, με την πιστή κατά το δυνατόν μετάφραση των στίχων, θα συμβάλει στην ανάδειξη του πλούσιου θεματικού περιεχομένου του.
Η καλύτερη μέθοδος, για να παρουσιαστεί το λαϊκό τραγούδι, θα ήταν, νομίζουμε, κατά περιόδους. Διότι μια παρουσίαση π. χ. κατά θέματα, δεν θα μπορούσε να δείξει τη σύνδεσή του με κάθε ιδιαίτερη στιγμή της ελληνικής κοινωνίας. Προτείνουμε, έτσι, τρεις περιόδους.
Πρώτη περίοδος : πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (προπολεμική). Ανταποκρίνεται, από την άποψη των δημιουργών, στη μετάβαση από τη δημιουργία του ανώνυμου συλλογικού σε αυτή των αυτοδίδακτων. Από την άποψη της ίδιας της δημιουργίας, ανταποκρίνεται στη μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από την «παραδοσιακή» στη «νεωτερική» (μοντέρνα) κοινωνία.
Δεύτερη περίοδος : μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50. Είναι η απογείωση των αυτοδίδακτων και η έναρξη της «εκδυτικοποίησης» της Ελλάδος.
Τρίτη περίοδος : οι δεκαετίες του ’60 και του ’70. Οι αυτοδίδακτοι αφήνουν την προεξάρχουσα θέση τους στους σπουδασμένους μουσικούς (Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Σπανός, Μούτσης, σπούδασαν μουσική στο Παρίσι) και τους ευρυμαθείς ποιητές, οι οποίοι αποδείχνονται καλοί συνεχιστές. (Το έναυσμα για να συνεχιστεί το ρεμπέτικο το είχε δώσει, από το 1952, ο Μάνος Χατζηδάκις με τη γνωστή διάλεξη.) Οι συνεχιστές δημιουργούν αυτό που ονομάστηκε έντεχνο τραγούδι. (Η ονομασία είναι ανεπιτυχής, αν όχι απαράδεκτη : σαν να θέλει να πει ότι το προγενέστερο τραγούδι ήταν άτεχνο· προέρχεται από τη γελοία διάκριση που επέβαλαν οι λόγιοι ανάμεσα σε δημοτική και έντεχνη ποίηση.) Συμβάλλουν ταυτόχρονα στην εξαιρετική πολιτιστική άνθηση της δεκαετίας του ’60, σε μια περίοδο που αρχίζει για την Ελλάδα η διείσδυση, ξαφνική και βίαιη, γρήγορη και αχώνευτη, της κοινωνίας της κατανάλωσης και του θεάματος. (Πώς να ξεχάσουμε εδώ τη δικτατορία των ετών 1967-1974 ; Απέχουμε πολύ από μια πλήρη εκτίμηση των κοινωνικών συνέπειών της. Απέχουμε πολύ περισσότερο από την εκτίμηση των πολιτισμικών συνέπειών της και, όσον μας αφορά εδώ, της επίδρασης που άσκησαν στο λαϊκό τραγούδι οι απαγορεύσεις και η λογοκρισία που επέβαλε.)
Οι γενικότεροι και βαθύτεροι παράγοντες του μαρασμού του λαϊκού τραγουδιού είναι, όπως τονίσαμε, κοινωνικοί. Μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία την οποία μόλις αναφέραμε, πρέπει να προσθέσουμε και έναν παράγοντα διαφορετικού τύπου. Η «εντεχνοποίηση» του λαϊκού τραγουδιού, ενώ το πλούτισε από μουσικής πλευράς και το βελτίωσε αισθητικά από στιχουργικής, ενώ το επισημοποίησε και το επέβαλε στην ελληνική κοινωνία, κάνοντάς το σχεδόν καθολικά αποδεκτό, την ίδια ώρα το απονεύρωσε κοινωνικά στρατεύοντάς το πολιτικά ! Η συρρίκνωση του εύρους της στιχουργικής θεματολογίας του αρχίζει με τους «έντεχνους» στιχουργούς, η «πολιτικοποίησή» του και ταυτόχρονα η απέκδυση του κριτικού χαρακτήρα του συνεχίζεται με αυτούς – πράγμα εκ πρώτης όψεως παράξενο, αλλά τελικά κατανοητό δεδομένου του χαρακτήρα της καθεστηκυίας πολιτικής. Όσο για τους συνθέτες που επιλέγουν τη μελοποίηση εθνικιστικών ποιημάτων των «μεγάλων» ποιητών, κινούνται και αυτή στο ίδιο ρεύμα : το λαϊκό γίνεται εθνικό, χωρίς να είναι αληθινό. Η Συννεφιασμένη Κυριακή είναι κάτι λαϊκό, αυθεντικό, ο Επιτάφιος επίσης. Το Άξιον εστί και η Ρωμιοσύνη είναι εθνικιστικοί μύθοι.   
Επίλογος
Το λαϊκό τραγούδι, είναι η αυτόνομη δημιουργία η πλέον αυτόχθονη και η πιο πλούσια της σύγχρονης Ελλάδος. Μια τέτοια δημιουργία, παρά τα διαφορετικά είδη τραγουδιών, τις διαφορετικές σχολές που την εκφράζουν, και τις διαφορετικές περιόδους που την διακρίνουν, πρέπει να θεωρείται ενιαία. Αν δεν έγινε μέχρι τώρα σαφές, αποσαφηνίζω ότι οι διαιρέσεις του λαϊκού τραγουδιού, όταν γίνονται με κριτήρια «καθαρότητας», δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Άλλο θέμα είναι η προσωπική προτίμηση, και άλλο η διεκδίκηση της αυθεντικότητας και της μοναδικότητας, που συχνά αγγίζουν τα όρια του φατριασμού.
Στα χαρακτηριστικά που επιβεβαιώνουν την αυτονομία του, θα προσθέσω και το ακόλουθο. Το λαϊκό τραγούδι δεν αλληθωρίζει προς την «καθ’ ημάς» ένδοξη αρχαιότητα, δεν διχάζεται ανάμεσα σε αυτή και το Βυζάντιο, κοιτά κατάματα τη νεοελληνική πραγματικότητα, και την καυτηριάζει, την αποστρέφεται. Νέο τεράστιο κεφάλαιο για τη θεματολογία κυρίως του ρεμπέτικου, το οποίο δεν μπορεί ν’ αναλυθεί εδώ, είναι η γονιμοποιός σχέση του με το αρχαιοελληνικό φαντασιακό και, κατά συνέπεια, η ανυπαρξία σχέσης με το χριστανικό φαντασιακό. Ένα μόνο παράδειγμα : ο θάνατος λέγεται χάρος, και οι νεκροί Έλληνες πάνε στον κάτω κόσμο, στον Άδη. (Η απόπειρα των νεορθόδοξων να μπολιάσουν με χριστιανικά στοιχεία το λαϊκό τραγούδι : «Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα», είναι από αυτή την άποψη σκανδαλώδης.)     
Όσον αφορά τον πλούτο του, και μόνο ο αριθμός των συνθετών (αυτοδίδακτων ή σπουδασμένων μουσικών), των στιχουργών-ποιητών, των τραγουδιστών και τραγουδιστριών, και τέλος των ίδιων των τραγουδιών, θα μπορούσε να πιστοποιήσει την άποψη ότι πρόκειται για την πιο πλούσια δημιουργία.
Άλλο βασικό χαρακτηριστικό του λαϊκού τραγουδιού αποτελεί δίχως αμφιβολία η σύνδεσή του μ’ ένα τεράστιο μέρος του πληθυσμού. Υπήρξε στην Ελλάδα μια πρόσφατη σχετικά περίοδος όπου μια πλειάδα τραγουδιών ήταν γνωστά στο μεγάλο κοινό και πάρα πολλά άτομα σ’ ένα γλέντι ή μια συναυλία ήξεραν να τα τραγουδούν – από καρδιάς και με μια καρδιά (λογοπαίγνιο στα γαλλικά που δεν αποδίδεται στα ελληνικά· θα μπορούσαμε να πούμε : απέξω και από μέσα) –, σαν να επρόκειτο για μια χορωδία που είχε κάνει αρκετές πρόβες.
Σε κανέναν άλλο τομέα της νεοελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας δεν βρίσκουμε αυτά τα χαρακτηριστικά. Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, κινηματογράφος, έχουν να επιδείξουν πολύ λίγους άξιους δημιουργούς και δεν συνδέθηκαν σε τέτοιο βαθμό με το ευρύ κοινό. Κυρίως όμως δεν έδειξαν την ίδια ριζοσπαστική, κριτική, διάθεση.
Όπως υπογραμμίσαμε, τα θέματα που άγγιζε με τα λόγια του αυτό το τραγούδι είναι πάρα πολλά. Δίνουμε το λόγο στον Βασίλη Τσιτσάνη : «Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου. Η φαντασία μου φτερούγισε παντού. Έγραψα τραγούδια για την Ελλάδα, για τη λευτεριά, για τη φτώχεια, για τον πόνο, για την αδικία, για την ελπίδα. Έγραψα, και πόσα τραγούδια δεν έγραψα, για τη γυναίκα, για τη ξενητειά, για την εργατιά, για τη μάννα, για το ανικανοποίητο. Μουσική και λόγια βγαλμένα απ’ την καρδιά μου, και παιγμένα απ’ τα χέρια μου, και μιλημένα από μένα τον ίδιο, σαράντα χρόνια τώρα, πάνω στο σανίδι του πάλκου.» Τα λόγια αυτά, κάτι παραπάνω από αυθεντικά (μιλά ο ίδιος ο δημιουργός, αποκαλύπτοντας μάλιστα το μυστικό της δημιουργίας του : το φτερούγισμα της φαντασίας), επιβεβαιώνουν από πρώτο χέρι τον πλούτο της θεματολογίας του λαϊκού τραγουδιού. Και είναι σίγουρο ότι ο Τσιτσάνης ξεχνά θέματα ή δεν ονοματίζει μερικά όπως θα έπρεπε. Π. χ., ξεχνά τα χασικλίδικα, στα οποία εντάσσονται πολλά τραγούδια του, και αναφέρει ότι έγραψε τραγούδια για τη γυναίκα, ενώ μάλλον θέλει να πει για τον έρωτα.
Ένα από τα συμπτώματα της σταδιακής εξαφάνισης του λαϊκού τραγουδιού, στην τωρινή Ελλάδα, είναι ακριβώς ότι δεν βρίσκουμε πλέον παρά τραγούδια με ένα μόνο θέμα, και αυτό μονότονο και πληκτικό, το θέμα του γλυκανάλατου, άχρωμου «έρωτα». Το τραγούδι έχασε έτσι βαθμιαία κάθε φαντασία και ευαισθησία, ξέχασε την κριτική στάση απέναντι στην κοινωνία. Έγινε λάτρης της υπάρχουσας εκδοχής της, η οποία είναι και αυτή εξίσου άχρωμη, γλυκανάλατη και κρυόπλαστη, αδιάφορη και ατομικιστική, μονότονη και κομφορμιστική.
   
νίκος ηλιόπουλος

Παρίσι, Οκτώβριος 1994. Μετάφραση στα ελληνικά : Καλαμάτα, 27 Οκτωβρίου 1994. Πρόσθεση νέων σκέψεων, Παρίσι, Ιανουάριος 2008.


Το κείμενο αυτό πρωτογράφτηκε στα γαλλικά το 1994. Προοριζόταν να παίξει το ρόλο εισηγητικού σχεδίου μιας ενδεχόμενης εκπομπής στο γαλλικό ραδιόφωνο με θέμα το λαϊκό ελληνικό τραγούδι. Διαβάζοντάς το, ο έλληνας αναγνώστης δεν πρέπει να ξεχνά αυτή την πλευρά. Η μετάφραση έγινε από μένα. Όπως πάντα, περνώντας από τη μια γλώσσα στην άλλη, κάτι χάνεται από το αρχικό κείμενο. Προσπάθησα ν’ αναπληρώσω αυτή την απώλεια κάνοντας ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά εκεί όπου η μετάφραση δεν μπορούσε να εκφράσει το πρωτότυπο κείμενο. Αφήνοντάς το στην αρχική του μορφή, προσθέτω τώρα (Ιανουάριος 2008) και μερικές νέες σκέψεις. Το αφιερώνω στον φίλο μου Κυριάκο Νικολαΐδη για το λόγο που αναφέρω στην αρχή. Επιπλέον, χάρη στα 6000 περίπου «κομμάτια» που μου χάρισε, μπόρεσα να καταλάβω καλύτερα τη μεγάλη αξία του λαϊκού τραγουδιού και να συνεχίσω το γράψιμο, μένοντας όμως πάντα ερασιτέχνης (εραστής της τέχνης του). Η επιστημοσύνη δεν είναι καλοσύνη.       




      

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire

Manque de créativité politique de la collectivité

 L’apathie politique en France contemporaine Manque de créativité politique de la collectivité, absence de projets politiques positifs et gl...