22/07/2022

Η Ελλάδα που είδα 10/08 - 09/09 2013 Μετάφραση του κειμένου La france que j'ai vue και Συμπλήρωση

 Σχεδίασμα

 

Η Ελλάδα που είδα

από τις 10 Αυγούστου ώς τις 9 Σεπτεμβρίου 2013

 

Όπως κάθε καλοκαίρι, πέρασα τις διακοπές μου στην Ελλάδα, χώρα της καταγωγής μου – εκ πεποιθήσεως, είμαι cosmopolite, πολίτης του κόσμου. Είναι, όμως, ιδιαίτερες διακοπές. Περνώ τον μισό χρόνο στην ακρογιαλιά, δίπλα στην ακούραστη, ανεξάντλητη και πάντα ανανεωμένη θάλασσα. Το υπόλοιπο του χρόνου, βλέπω τις φίλες και τους φίλους μου. Έτσι, παρατηρώ προσεκτικά όλα τα τοπία : το φυσικό τοπίο, αλλά και το ανθρώπινο που είναι τελικά το τοπίο των ανθρώπινων σχέσεων, των σχέσεων ακόμη και με τους «δικούς μου» ανθρώπους, τα μέλη της οικογένειας ή οι φίλες και οι φίλοι. Ζω σε χωριά αλλά και σε πόλεις, καθώς και στις μεγαλουπόλεις όπου συγκεντρώνεται το ήμισυ του ελληνικού πληθυσμού : το πολεοδομικό συγκρότημα Αθήνα-Πειραιάς-Προάστια.

Θα συνοψίσω στο έπακρο τις εντυπώσεις μου. Είναι φανερό, και ο αναγνώστης αυτού του μικρού κειμένου πρέπει να το λάβει υπόψη του, ότι αυτό που βλέπω φιλτράρεται από τις θέσεις μου για όλα τα κοινωνικά ζητήματα και για την Ελλάδα που δεν έπαψα ποτέ να παρατηρώ προσεκτικά, και με μεγαλύτερη ακόμα προσοχή από τότε που ζω στο Παρίσι.

 

Αυτό που ονομάζεται «οικονομική κρίση», δεν ήταν πολύ ορατό τούτο το καλοκαίρι. Δεν ήταν ορατό, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Ένας άνεμος περίσκεψης πνέει στα μυαλά των ανθρώπων. Πέρασαν οι μέρες του θυμού και της οργής​​, της αγανάκτησης και της δυσανασχέτησης, ή των απλουστευτικών, απλοϊκών, προτάσεων. Ηρεμία επικρατεί. Όλοι είναι απο-γοητευμένοι για τα πάντα και από τα πάντα ; Ναι, θα μπορούσαμε να πούμε. Οι άνθρωποι έχουν προσαρμοστεί με την υπάρχουσα κατάσταση ; Ναι, θα μπορούσαμε επίσης να πούμε.

Δύο ισοδύναμα βάρη ισορροπούν τη ζυγαριά· ισορροπία που φέρνει στασιμότητα και τέλμα, τουλάχιστον επιφανειακά. Ο μισός πληθυσμός σκέφτεται ότι αυτό που συνέβη                   – απροσδιόριστοάπιαστο, μέχρι στιγμής – είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του πληθυσμού. Οι προτάσεις είναι πολλές, αμέτρητες, για το τι πρέπει να γίνει στο εξής. Το άλλο μισό του πληθυσμού νομίζει ότι η Ελλάδα είναι θύμα του «συστήματος», ή και μιας συνωμοσίας στην ακραία εκδοχή. Τότε, επικρατεί η ιδέα της υπεράσπισης της προηγούμενης κατάστασης.

Για την ακρίβεια, αυτά τα δύο μισά μπορούν να γίνουν τρία τρίτα. Το ένα τρίτο του πληθυσμού, οι νέοι κυρίως, αδιαφορούν για τα πάντα, δεν γνοιάζονται για τίποτα. Εξαιρετικά καλοντυμένοι – ιδιαίτερα τα κορίτσια, σχεδόν στην τελευταία λέξη της μόδας, με ευτραφείς γάμπες που αποκαλύπτουν τα σορτς –, περιφέρονται ελεύθερα, συχνάζουν στα καφενεία, τις καφετέριες, τις ταβέρνες, τα μπαρ και τις παραλίες, και συζητούν ανέμελα με τους φίλους τους. Σπάνιες είναι οι καθαρά πολιτικές ή κοινωνικές συζητήσεις, με τη συνήθη έννοια αυτών των λέξεων, μεταξύ αυτών των νέων. Υπάρχουν, βέβαια, οι «πολιτικοποιημένοι» νέοι, που συνάντησα και με τους οποίους συναναστράφηκα εγώ. Είναι σίγουρο ότι αποτελούν μια μηδαμινή μειοψηφία démodée. Τίποτα δεν πρέπει να μας εκπλήσσει σε αυτό, νομίζω. Αυτή η κατάσταση είναι μάλιστα απολύτως δικαιολογημένη, δεδομένης της εξαιρετικής απαξίωσης αυτού που ονομάζεται ακόμα πολιτική στην Ελλάδα. Ούτε το παρόν ούτε το μέλλον δεν φαίνονται να προβληματίζουν αυτούς τους νέους, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα. Η μεγάλη αγωνία για αυτά τα θέματα κατέχει μάλλον στους γονείς τους. Μένουν τα άλλα δύο τρίτα που ανέφερα παραπάνω.

Στο πολιτικάντικο επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο της καθεστηκυίας-εγκαθιδρυμένης πολιτικής, και ειδικότερα στο κυβερνητικό ζήτημα, το αδιέξοδο είναι πλήρες. Οι μισοί (απ’ τους ανθρώπους) δεν βλέπουν άλλη λύση εκτός από τη σημερινή κυβέρνηση. Οι άλλοι μισοί την καταγγέλλουν, ζητούν την παραίτησή της, ή με πιο «επαναστατικούς» τόνους την ανατροπή της, και τη διεξαγωγή εκλογών για την ανάδειξη κυβέρνησης της αριστεράς                  – ανεύρετη κυβέρνηση μιας ακόμα πιο ανεύρετης αριστεράς. Σπάνια συναντούμε άτομα που πιστεύουν ότι μια τέτοια κυβέρνηση είναι δυνατή ή πιθανή, ακόμα και αν είναι υπέρ αυτής της λύσης.

Μεταξύ των πολιτών (πώς να τους πω ;), αυτή η «πολιτική» διαίρεση δεν συμπίπτει πάντα με τη διαίρεση, που σκιαγράφησα παραπάνω. Παρ’ όλ’ αυτά, η ρητορεία των μεταρρυθμίσεων ανήκει στην υπάρχουσα κυβέρνηση, ενώ η αριστερά υιοθετεί αμυντική θέση. Περιττό να προσθέσω ότι, και από τις δύο πλευρές, πρόκειται για ρητορείες, για λόγια, που δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα, και με τις παρούσες ενέργειες των μεν καθώς και με τις υποτιθέμενες μελλοντικές πράξεις των δε.

Εντούτοις η κοινωνία «λειτουργεί» ! Πίσω από τη σιβυλλική αυτή φράση βρίσκεται μία από τις γενικές θέσεις μου, που δεν μπορώ να αναπτύξω εδώ. Σύμφωνα με αυτή τη θέση μου, η καθεστηκυία-εγκαθιδρυμένη πολιτική όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας αλλά δεν ασκεί πια επίδραση στην κοινωνία, στην πραγματική ζωή των ανθρώπων.

 

Μια εμπειρία χωρίς δημοσκοπήσεις

Πέρα από τους εκατό ανθρώπους με τους οποίους μίλησα προσωπικά και εμπεριστατωμένα, έκανα τρεις παρουσιάσεις του βιβλίου μου Άλλες στάσεις ζωής Δοκίμια πολιτικής σκέψης, σε καλοπροαίρετα ακροατήρια που φτάνουν περίπου τα 250 άτομα. Αναγνωρίζω ότι ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο κοινό. Το βιβλίο μου είναι κάθε άλλο παρά μια ανάλυση της συγκυρίας, καθώς επιδιώκει να εξετάσει τις ρίζες, τις απαρχές, της τρέχουσας «κρίσης». Η ανησυχία μου, η έγνοια μου, θα έλεγα ακόμα και ο φόβος μου, κατά τη διάρκεια των παρουσιάσεων, ήταν ότι η αντίδραση του κοινού θα μπορούσε να εκφραστεί έτσι : «Μας μιλάς για γενικότητες, και δεν μας λες τίποτα για τη σημερινή σκληρή κατάσταση». Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη ! Το αντίθετο μάλιστα, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις. Συζητήσαμε σε ένα άλλο επίπεδο, δηλαδή σε αυτό των δοκιμίων του βιβλίου μου.

Η εμπειρία αυτή επιβεβαιώνεται από τις προσωπικές συζητήσεις που είχα, και διαμορφώνει τη γνώμη μου : είμαστε σε μια νέα φάση. Είτε ειπωθεί φάση της απογοήτευσης ή της απο-γοητείας, φάση παραίτησης ή μαύρης διάθεσης και μελαγχολίας (spleen) ή, κατά τη γνώμη μου, περίοδος περισυλλογής, δεν αλλάζει πολλά πράγματα. Είναι όλα αυτά,   ταυτόχρονα !

Στο πρώτο δοκίμιο του βιβλίου μου, περιγράφω την κατάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας το 2006, άρα, πριν από την «κρίση». Αναφέρω μία μόνο λέξη αυτής της περιγραφής, τη λέξη εφιαλτική. (Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει στο διαδίκτυο, nicosiliopoulos.blogspot.com, ένα άλλο κείμενο που έγραψα στα γαλλικά το 1994, στο οποίο τα ίδια μελανά χρώματα σκιαγραφούν αυτή την κατάσταση. Μεταφρασμένο τώρα στα ελληνικά, το κείμενο αυτό έχει τίτλο : «Το εθνικ(ιστικ)ό φαντασιακό της νεοελληνικής κοινωνίας.) Το μόνο πράγμα που από πρακτική άποψη έχει αλλάξει από τότε, και που πράγματι έχει αλλάξει σημαντικά, είναι η δραστική μείωση του εισοδήματος σχεδόν όλων. Αυτό, τουλάχιστον, προτάσσουν οι άνθρωποι και αυτό συζητούν, όσο και να μας λυπεί. Πέρα από αυτό, η «κρίση» συντέλεσε να «βελτιωθούν» μερικά πράγματα : παραδείγματος χάριν, βρίσκουμε τώρα πολύ πιο εύκολα ένα ταξί στην Αθήνα και έναν οδηγό πολύ πιο σωστό και ευχάριστο. Είναι λεπτομέρεια ; Σίγουρα, αλλά για όσους γνωρίζουν την κατάσταση των δημόσιων συγκοινωνιών στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στην Αθήνα, δεν είναι λεπτομέρεια. Με λίγα λόγια, η απότομη σημαντική πτώση των εισοδημάτων έχει οδηγήσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε μια κατανάλωση πιο προσεκτική, ελεγχόμενη, «ορθολογικοποιημένη», και σε μια ζωή «λιτή».  

 

Είμαστε πάντα σε αυτό που ονόμασα λίγο παραπάνω «από πρακτική άποψη». Είμαστε απολύτως στην επιφάνεια των πραγμάτων. Είμαστε σε αυτά που φαίνονται, τα επιφαινόμενα. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η περιγραφή της κατάστασης, από τα μέσα ενημέρωσης και τους ίδιους τους ανθρώπους, την δραματοποιεί ακραία και είναι σε μεγάλο βαθμό υπερβολική ως προς τ’ αποτελέσματα της «κρίσης». Η περιγραφή της κατάστασης από τους ανθρώπους είναι κυρίως επιφανειακή, διότι περιορίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις κοινωνιολογικά ακραίως μειοψηφικές, ενώ, αν μείνουμε στο πεδίο αυτών που φαίνονται, οι αντίθετες περιπτώσεις είναι κοινωνιολογικά εξαιρετικά πλειοψηφικές. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται στο δρόμο και άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια και αυτό είναι απαράδεκτοόποιος κι αν είναι ο αριθμός τους. Υπάρχουν, όμως, την ίδια στιγμή πολλοί απλοί άνθρωποι που οργανώνουν ιδιωτικές γιορτές (γάμων, βαπτίσεων ή άλλων γεγονότων) και εκτοξεύουν εκθαμβωτικά (και επικίνδυνα) πυροτεχνήματα εξίσουsophistiqués με αυτά του Παρισιού κατά την εθνική εορτή της 14ης Ιουλίου. (Το είδα με τα μάτια μου, κατά την παρουσίαση του βιβλίου μου σε μια ακρογιαλιά της Βούλας, δίπλα στην οποία υπήρχε ένα λουσάτο ξενοδοχείο.)

 

Για να εκφράσω τις σκέψεις μου, θα γίνω στις επόμενες παραγράφους, πολύ αυστηρός στις διατυπώσεις μου, για ν’ αποφευχθούν οι παρανοήσεις που είναι πολύ συχνές και έχουν πολλούς πρόθυμους κατά τις συζητήσεις στην Ελλάδα, ειδικά κατά την περίοδο της «οικονομικής κρίσης».

Σημείο πρώτο. Από την αρχή της «κρίσης», σχεδόν όλοι οι Έλληνες – πολλές από τις φίλες μου και πολλοί από τους φίλους μου που αποτελούν προφανώς μέρος τους – μιλούν για τους ανθρώπους που κοιμούνται στους δρόμους και για τους ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια. Απαντώ ότι, στα 27 χρόνια που είμαι στο Παρίσι, έχω δει πολλές φορές τα φαινόμενα αυτά, έχω μιλήσει πολλές φορές στους φίλους μου για αυτά, τα είχα μάλιστα καταγγείλει, χωρίς να έχω την ηχώ που ανέμενα ή την κατανόηση που έλπιζα. 

Σημείο δεύτερο. Αποσαφηνίζω ότι το ζήτημα, σχετικά με αυτά τα φαινόμενα, δεν είναι για μένα ένα ζήτημα στατιστικό, και θυμίζω τούτη την όμορφη φράση του Péguy : η κοινωνία στην οποία ένας και μόνο άνθρωπος υφίσταται την αδικία δεν είναι δίκαιη[1]

Να τώρα η γνώμη μου γενικά. Καθώς αναμειγνύεται μ’ έναν υπερβολικό υποκειμενισμό, ο εύκολος και φθηνός συναισθηματισμός (sensiblerie) των περιγραφών της κατάστασης στην Ελλάδα δεν βλέπει το ουσιώδες, το οποίο είναι αλλού. Το ουσιώδες είναι, πράγματι, «συναισθηματικό», ενός άλλου τύπου όμως : τεράστιο γενικευμένο άγχος, που οφείλεται αναμφισβήτητα στη μείωση των εισοδημάτων και φυσικά δικαιολογείται. Παραπέμπει όμως σε δύο κατευθύνσεις παρά σε μία, παραπέμπει στο πρόσφατο παρελθόν και στο εγγύς μέλλον. Ένας τρόπος ζωής στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξε κίβδηλος, από πολλές απόψεις και όχι μόνο από την οικονομική άποψη, κι ένας τρόπος ζωής για το παρόν και το άμεσο μέλλον αναζητούνται. «Ζείτε ψεύτικες ζωές», φώναζαν οι νέοι που ξέσπασαν και εξεγέρθηκαν τον Δεκέμβριο του 2008, πριν από το ξέσπασμα της «οικονομικής κρίσης».

H ζωή στην Ελλάδα δεν είναι εξαιρετικά δύσκολη σήμερα ; Φυσικά ! Αλλά και για άλλους λόγους. Αυτή είναι για μένα η «κρίση». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον γράφω τον όρο κρίση σε εισαγωγικά. Πρόκειται, πράγματι, για κάτι άλλο.

Λέμε πάντα τη μισή αλήθεια στην Ελλάδα, και για την Ελλάδα, αλλά η μισή αλήθεια είναι ένα ψέμα. Η απότομη πτώση σχεδόν όλων των εισοδημάτων είναι πραγματικότητα. Και τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού υποφέρουν τρομερά. Προπαντός, οι αδικίες στην κατανομή της γενικής αυτής μείωσης των εισοδημάτων είναι έκδηλες καταφανείς, επαίσχυντεςεξεγερτικές. Ένας φίλος μού είπε ότι ίσως αυτοί που υποφέρουν περισσότερο δεν εκδηλώνονται. Από αξιοπρέπεια ;, αναρωτήθηκε. Το ζήτημα, δηλαδή το άλλο μισό της αλήθειας, είναι το εξής : γιατί το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού κατακλύζεται, υποφέρει, από μια τέτοια αγωνία ; Και γιατί όλα εστιάζονται στον οικονομικό παράγοντα, και αποκλειστικά στον χρηματικό τομέα, ενώ πολλοί παράγοντες συνέβαλαν στην «κρίση» ; Λέω ξεκάθαρα τη γνώμη μου. Ο οικονομικός παράγοντας επικράτησε, πράγματι, στα μυαλά των ανθρώπων κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών, και με τον εξής τρόπο : μόνο το άφθονο χρήμα μετράει για μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Τώρα που λείπει το άφθονο χρήμα, τα πάντα φαίνονται αδιέξοδα, αγωνιώδη.

Θα ήθελα μόνο να προσθέσω ότι, στο πρώτο δοκίμιο του βιβλίου μου, στο οποίο, όπως έχω ήδη πει, περιγράφω την κατάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας το 2006, μιλούσα για την αγωνία και το άγχος που χαρακτήριζαν ήδη την καθημερινή ζωή των Ελλήνων. Ένα από τα χαρακτηριστικά της μετέπειτα «οικονομικής κρίσης» είναι ότι έκανε να ξεχαστούν ως εκ θαύματος όλα τα κακά δεινά της προηγούμενης κοινωνικής κατάστασης. Πολλές αναλύσεις, που θέλουν να είναι κριτικές και καταγγέλλουν τις συνέπειες της «οικονομικής κρίσης», δημιουργούν την εντύπωση ότι πριν όλα ήταν παράδεισος στην Ελλάδα, και τώρα οι άνθρωποι ζουν σε μια κόλαση. Και όμως, στο βάθος του γενικευμένου άγχους βρίσκεται η μόνιμη κατάσταση της νεοελληνικής κοινωνίας, της οποίας δεν μπορώ να παρουσιάσω όλα τα στοιχεία σε αυτό το μικρό κείμενο. Θα περιοριστώ στην εξής παρατήρηση : δύο τομείς που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού της Ελλάδος, η εκπαίδευση και η υγεία, βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Και το πιο μεγάλο ψέμα που θα μπορούσαμε να πούμε για την εκπαίδευση και την υγεία στην Ελλάδα είναι ότι παρέχονται δωρεάν. Εκτός από την πολύ κακή ποιότητα τους, όχι μόνο δεν είναι δωρεάν, αλλά στοιχίζουν πολύ ακριβά στα νοικοκυριά. Οικονομικά, χρηματικά, πρώτα απ’ όλα. Πόσο κοστίζουν σε ψυχολογική υπερφόρτωση άγχους και κούρασης ;

 

Θέλω να υπογραμμίσω πολύ έντονα αυτό που έχω πάντα δει και πει : την δραματική κατάσταση των ανθρωπίνων σχέσεων, οι οποίες στην Ελλάδα είναι κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, οικογενειακές. Μέσα στις συνέπειες των μεγάλων οικονομικών δυσκολιών, οι ήδη προβληματικές, αν όχι σάπιες, αυτές σχέσεις, γίνονται καταστροφικές, ανυπόφορες, πιο μεγάλης υποκρισίας και εξάρτησης. Σίγουρα, η οικογένεια εξακολουθεί ν’ αποτελεί στην Ελλάδα καταφύγιο σε όλες τις δυσκολίες – κι ένα απάγκιο λιμάνι, όπως το ήθελε, λαθεμένα κατά τη γνώμη μου, ο Christopher Lasch[2]. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, πολύ έντονα : με ποιο   κόστος ; Από τη δική μου οπτική γωνία, της αυτονομίας των ατόμων, της ελευθερίας τους, των ελεύθερων επιλογών ζωής για τώρα και αύριο, η εξάρτηση, ο εθισμός θα έλεγα, που δημιουργούν οι οικογενειακές σχέσεις, οι δήθεν προστασίας, είναι άμεσα και μακροπρόθεσμα καταστροφική – τόσο για τους «προστάτες» όσο και για τους «προστατευόμενους».

Αυτό με οδήγησε να προσθέσω ένα νέο χαρακτηριστικό για τη γενιά μου, «τη γενιά του Πολυτεχνείου», την οποία επικρίνω αυστηρά δύο φορές στο βιβλίο μου. Είναι μια τραγική γενιά. Γενιά του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, αυτή η εξαιρετικά πολιτικοποιημένη γενιά, έζησε στην αμφισβήτηση της υπάρχουσας κοινωνίας, κατά τη νεότητά της, για να καταλήξει σ’ έναν τρόπο ζωής κάτι περισσότερο από παραδοσιακόκάτι περισσότερο από αντιδραστικό. Δεν είναι μόνο ότι άλλαξε γνώμη (avis), δεν είναι μόνο ότι άλλαξε ζωή (vie), αντί ν’ αλλάξει έστω και λίγο την κοινωνία, είναι ότι πρόδωσε η ίδια τον εαυτό της. Ξεκίνησε αμφισβητώντας τα πάντα (ακόμα και το γάμο, για παράδειγμα, και πολλά άλλα πράγματα), κάτι που δεν ισχύει για τις προηγούμενες γενιές, και κατέληξε με το να καταπιεί τα πάντα, με απίστευτο και απερίγραπτο τρόπο. Τα παιδιά της φιλάνε τις εικόνες κι ασπάζονται τα δόγματα. Μιλώ, φυσικά, για την πολιτικοποιημένη γενιά των ετών 1965-1975, που ήταν τότε 13 έως 23 ετών. Γνωρίζω πολύ καλά ότι «γενιά» είναι ένας όρος καταχρηστικός. Αλλά δεν μιλώ για τη γενιά μας από στατιστική άποψη. Μιλώ για τον ρόλο που παίξαμε στην ελληνική κοινωνία, εμείς που αποκτήσαμε πανεπιστημιακά πτυχία και «επανδρώσαμε» τους πιο κρίσιμους τομείς αυτής της κοινωνίας : τα πολιτικά κόμματα, κυρίως της αριστεράς, και την κυβερνητική εξουσία, την εκπαίδευση (δάσκαλοι, καθηγητές και καθηγητές πανεπιστημίου), τον τομέα της υγείας (γιατροί, φαρμακοποιοί, κλπ.), τον τομέα της δικαιοσύνης (δικηγόροι και δικαστές), τη δημοσιογραφία, για ν’ αναφέρω μόνο καίριους τομείς. Οι τομείς αυτοί είναι η βαθιά πληγή του κοινωνικού σώματος. Πράγματι, ανεξάρτητα από την «οικονομική κρίση», και πολύ πιο πριν από αυτή, το πολιτικό καθεστώς, σημαντικοί θεσμοί, όπως αυτοί της «Εθνικής Παιδείας» και της δικαιοσύνης, αυτοί της υγειονομικής περίθαλψης, καθώς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποτελούν τους μεγάλους ασθενείς της νεοελληνικής κοινωνίας. Η γενιά μας φέρει πολύ βαριά ευθύνη για την κατάσταση αυτή. Μιλώ εξίσου όμως και για τα πρότυπα ζωής που υιοθέτησε αυτή η γενιά, και τα οποία δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα πιο αντιδραστικά μοντέλα, τα πιο υποκριτικά και ψεύτικα, της παραδοσιακής κοινωνίας, την οποία η γενιά μας απέρριπτε.

 

Οι προτάσεις του βιβλίου μου, σε όλα τα θέματα, είναι «σκανδαλώδεις». Για παράδειγμα, προτείνω αποχή απ’ όλες τις εκλογές. Αλλά, για πρώτη φορά, οι προτάσεις αυτές δεν σοκάρισαν παρά λίγα μόνο άτομα. Συνάντησα μάλιστα και συνομιλητές, ή παρεμβαίνοντες  κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου μου, οι οποίοι θέλουν να πάμε πιο μακριά.

Πρέπει εντούτοις να τονιστεί ιδιαίτερα η φτώχεια και η ανεπάρκεια της πολιτικής σκέψης στην Ελλάδα, και προπαντός ο χαρακτήρας των θεμελίων των συζητήσεων τα οποία είναι «θρησκευτικά» : οι θεωρίες συνωμοσίας, η ιδέα ότι οι άλλοι θέλουν το κακό μας, ή η ιδέα ότι το παν κυριαρχείται και καθορίζεται εκ των προτέρων από μια πανταχού παρούσα και παντοδύναμη κεντρική δύναμη. Βιβλία σύγχρονων πολιτικών στοχαστών (Illich, Arendt, Καστοριάδης, Morin, Gauchet, και πολλών άλλων) υπάρχουν ωστόσο στην Ελλάδα. Πράγμα που σημαίνει ότι τα βιβλία δεν αρκούν και ότι χρειάζεται μια ατμόσφαιρα σκέψης και πολιτικού διαλόγου. Να τι λείπει.

 

Είναι απολύτως σίγουρο ότι δεν είναι δυνατόν να είμαστε ούτε απαισιόδοξοι ούτε αισιόδοξοι όταν κρίνουμε ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης. Και όμως, επιστρέφω από την Ελλάδα μ’ ένα σχεδίασμα «ελπίδας». Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αναρωτιούνται για τη ζωή που έκαναν κατά τα προηγούμενα χρόνια, για την οργάνωση και τη λειτουργία του συνόλου της νεοελληνικής κοινωνίας, και θέλουν κάτι ν’ αλλάξει. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμιά πρόταση που να πληροί τις πραγματικές απαιτήσεις ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνικής πραγματικότητας και της καθημερινής ζωής.

Τα αυτιά άνοιξαν μετά τόσα χρόνια, τα μυαλά σκέφτονται, αλλά οι διέξοδοι λείπουν τραγικά. Μόνο θετικό στοιχείο, ο μαρξισμός άρχισε να παρακμάζει στην Ελλάδα. Όσο για την καθεστηκυία πολιτική, η απαξίωσή της είναι πρωτοφανής. Οι πολιτικάντικες παραδοσιακές διαιρέσεις έχουν εξαφανιστεί. Η πολιτική ζωή είναι κυριολεκτικά κονιορτοποιημένη. Σκόνη καλύπτει τα κόμματα και τους πολιτικούς άνδρες. Στρώμα σκουριάς κι αμφιβολίας αρχίζει να καλύπτει τον τρόπο ζωής της επιδεικτικής χλιδής.

 

                                                                                                          νίκος ηλιόπουλος

       

Παρίσι, 10 Σεπτεμβρίου 2013

 

 

 

Ελλάδα : η εξάμηνη περίοδος Ιουνίου-Νοεμβρίου 2013

Το κείμενο αυτό γράφεται στο Παρίσι, 25-26 Νοεμβρίου 2013

 

 

Πολίτες θεατές

και δημοσκοπικοί ψηφοφόροι  

 

Εισαγωγή

 

Πρώτο σημείο : γιατί διαλέγω αυτά τα χρονικά όρια ; Δεν είναι χρονικά· το πρώτο όριο συνδέεται με το κλείσιμο της ΕΡΤ και το δεύτερο με την πρόταση μομφής που κατέθεσε στη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ εναντίον της κυβέρνησης, και με τα 40 χρόνια από το Πολυτεχνείο. Κάτι κινήθηκε στην πολιτική ζωή, αρχής γενομένης με το κλείσιμο της ΕΡΤ.

Μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα των 6 μηνών, υπήρξαν γεγονότα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που δεν είχαν υπάρξει από την αρχή της «οικονομικής κρίσης» και κυρίως από τις εκλογές του Ιουνίου 2012. Το κλείσιμο της ΕΡΤ, που «οριστικοποιήθηκε» (επισφραγίστηκε) με την εκκένωση των κατειλημμένων κτηρίων της Αγίας Παρασκευής, ακριβώς τις ημέρες που η Βουλή συζητούσε την πρόταση μομφής (Παρασκευή ώς Κυριακή, 8-10 Νοεμβρίου 2013), είναι γεγονός που εντάσσεται στο πολιτικό πεδίο : μεταρρυθμίσεις για την εξυγίανση του δημόσιου τομέα στον κρίσιμο τομέα των ΜΜΕ. Στη συνέχεια, με την πρόταση δυσπιστίας εντάσσεται στο κοινοβουλευτικό πεδίο. Υπάρχει όμως ένα άλλο σημαντικό γεγονός το οποίο εντάσσεται σε αυτό που κατ’ ευφημισμόν ονομάζεται κινηματικό πεδίο· δίνω προσωρινά στο πεδίο αυτό το όνομα : «αντιφασιστικός» αγώνας. Η δολοφονία (με αρκετή δόση τυχαίου) του Παύλου Φύσσα γίνεται γεγονός έχοντας ως αφετηρία την εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, και συνεχίζεται … με τη δολοφονία δύο μελών της Χρυσής Νύχτας. 

Τα στεφανώνουν όλα οι μετριότητες : μέτριος διάλογος στη Βουλή, μετριότατη κινητοποίηση των μελών του ΣΥΡΙΖΑ έξω από αυτή, μετριότατη συμμετοχή στις διαδηλώσεις για την επέτειο των 40 χρόνων. Ακόμα και οι συλλογικές κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας αμέσως μετά τη δολοφονία του Φύσσα είναι μέτριες. Υπήρχε ακριβώς την περίοδο της δολοφονίας απεργιακή κινητοποίηση των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης η οποία πνίγηκε όχι τόσο από το συμβάν της δολοφονίας όσο από την ανικανότητα των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Πυκνή σε γεγονότα περίοδος, με τους πολίτες, στη μεγάλη τους πλειονότητα, παρατηρητές, θεατές ή στη γωνία. Να είναι παρατηρητές και θεατές, το θέλουν και το επιλέγουν οι ίδιοι. Να είναι στη γωνία, το θέλουν και το επιλέγουν τα κόμματα.

 

Γεγονότα αποκαλώ μερικά συμβάντα τα οποία φαίνονται να δημιουργούν μια νέα κατάσταση. Μια νέα φάση, μετά κάποια γεγονότα, σημαίνει ότι η προηγούμενη μας επιτρέπει να έχουμε κάποια πολιτικά συμπεράσματα. 

Καμβάς. Είμαι και παραμένω υπέρ της αποχής, από τις εκλογές και την καθεστηκυία πολιτική, και αυτό σημαίνει αγώνας για τη δημοκρατία τον οποίο μπορεί να κάνει ο καθένας στο χώρο του καθημερινά. Η αποχή είναι μία φορά στα τέσσερα χρόνια. Υιοθετώντας όμως αυτή την οπτική, όλα αλλάζουν. Όποιος παραμένει σε παλιά σχήματα, ματαιοπονεί. Απαλλοτριώνεται πολιτικά και αλλοιώνεται. Δεν κάνει πολιτική αλλά δημοσκοπήσεις. Χάνει την αυτόνομη σκέψη και πράξη. Είμαι απολύτως σίγουρος. Πολύ μεγάλη η πείρα, και το δείχνει πάντα. Υπάρχουν πολλές οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορεί να βλέπει κανείς την κοινωνία. Διαλέγω τη δημοκρατική οπτική γωνία τι κάνουν οι πολίτες ;

 

Έτυχε να βρίσκομαι έναν μήνα της περιόδου αυτής στην Ελλάδα. Υπήρξα αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυς. Καλοκαιρινή βέβαια περίοδος ανάπαυλας και ραστώνης. Μόλις γύρισα στο Παρίσι, την επομένη κιόλας μέρα έγραψα ένα κείμενο. Παρουσίασα παραπάνω το κείμενο αυτό. Τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά το γράψιμό του, μ’ έκαναν αμέσως να σκεφτώ αν είναι έγκυρες οι παρατηρήσεις μου. Κάνω αμέσως μια διαπίστωση. Απουσιάζει από την ανάλυσή μου το φαινόμενο ΧΑ. Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στην Ελλάδα, και στις πολλές συζητήσεις που είχα, πολύ λίγο έγινε αναφορά στο φαινόμενο αυτό. Ένα κοινωνιολογικό ανέκδοτο, είναι το παρακάτω. Στο καφενείο της γειτονιάς του Πειραιά, όπου φιλοξενούμαι όταν είμαι στην Ελλάδα, άκουσα μια μέρα έναν θαμώνα να λέει υψηλόφωνα : «Τώρα πια θα ψηφίσουμε Χρυσή Αυγή ή ΣΥΡΙΖΑ». Θεώρησα χαρακτηριστικά αυτά τα λόγια. Χαρακτηριστικά του τι ; Μα, μιας γενικής σύγχυσης που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό. Ομολογώ όμως ότι δεν είχα κατανοήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φαινομένου Χρυσή Αυγή. 

 

Έγραψα, αρχικά στα γαλλικά, το κείμενο-σχεδίασμα «La Grèce que jai vueentre le 10 août et le septembre2013», μια μέρα μετά την επιστροφή μου στο Παρίσι. Με έντονες τις εντυπώσεις, τις συγκινήσεις και τα συναισθήματα απ’ το τελευταίο ταξίδι μου στην Ελλάδα. Κύριος στόχος του ήταν να ενημερώσω από πρώτο χέρι τους φίλους μου στη Γαλλία, με τους οποίους είχα μακρόχρονες συζητήσεις γύρω από το ζήτημα της Ελλάδος και της «οικονομικής κρίσης». 

«Η Ελλάδα που είδα από τις 10 Αυγούστου ώς τις 9 Σεπτεμβρίου 2013», αποτελεί δική μου μετάφραση στα νέα ελληνικά του κειμένου αυτού. Μεταφράζοντάς το έχω το πλεονέκτημα να ξέρω τι έγινε μέχρι τώρα, τέλος Νοεμβρίου 2013, κάτι που δεν μπορούσα να σκεφτώ τότε. Μια περίοδος πολύ πυκνή σε συμβάντα και γεγονότα. 

Δεν είδα κυριολεκτικά όμως τη Χρυσή Αυγή. Παρότι άκουσα τα λόγια καφενείου : «Τώρα πια θα ψηφίσουμε Χρυσή Αυγή ή ΣΥΡΙΖΑ». Ποιος το λέει αυτό ; Πώς το    καταλαβαίνει ; Ίσως έτσι : οι άλλοι, όποιοι κι αν είναι, θα είναι καλύτεροι. Αιώνια, και διαψευσμένη πάντα, ελπίδα. Πώς διαμορφώνεται η «κοινή γνώμη» στην Ελλάδα ;

 

Η ιστορία της σχέσης μου με την Ελλάδα. Έχουν γραφτεί πολλά κείμενα. 

Παραπέμπω. Ιστοσελίδα με τίτλο Pensée démocratique Δημοκρατική σκέψη.  

nicosiliopoulos.blogspot.com

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1]. «… το ότι ένας και μόνο άνθρωπος κρατείται συνειδητά ή, κάτι που είναι το ίδιο, εγκαταλείπεται συνειδητά στην εξαθλίωση, είναι αρκετό για ν’ ακυρωθεί πλήρως το κοινωνικό συμβόλαιο. Όσο ένας άνθρωπος μένει απέξω, η πόρτα που του κλείνουν κατάμουτρα κλείνει μια κοινωνία αδικίας και μίσους.» De Jean Coste (1905), Παρίσι, Gallimard, 1937, πολλές επανεκδόσεις, σελ. 32. Cf. Κορνήλιος Καστοριάδης, Η αρχαιοελληνική ιδιαιτερότηταΑπό τον Όμηρο στον Ηράκλειτο, σελ. 430.   

[2]. Αναφέρομαι στο βιβλίο, Κρίστοφερ Λας, Λιμάνι σ’ έναν άκαρδο κόσμοΗ οικογένεια υπό πολιορκίαν. Εκδόσεις ΝησίδεςΘεσσαλονίκη, 2007.   

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire

Manque de créativité politique de la collectivité

 L’apathie politique en France contemporaine Manque de créativité politique de la collectivité, absence de projets politiques positifs et gl...