Ας επινοήσουμε ξανά τον έρωτα
της Ανδρομάχης
Κάτι σαν επίγραμμα κι εξομολόγηση
Το ύψος της ηλικίας είναι καλό. Αλλά πρέπει να το έχεις ανέβει. Και να κοιτάς από εκεί, ψηλά και χαμηλωμένα. Τότε η ζωή δεν είναι επίπεδη, ούτε ο έρωτας γλιστερός. Καθόλου θλιβερός, χαρούμενος κυρίως στη ζωή μου. Χαρά, ηδονή και έμπνευση, οι τρεις του λέξεις, οι λέξεις του λυσιμελούς έρωτα.
Δεν πίστεψα ποτέ ούτε στη γυναίκα της ζωής μου ούτε στην αξεπέραστη πρώτη αγάπη. Χάρη στις γυναίκες που μου είπαν όχι, υπήρξαν οι γυναίκες που μου είπαν ναι. Και κάτι αντίστοιχο. Κι όταν τελειώνει κάτι, άφατος ο πόνος. Μ’ έκανε να γράψω τις προάλλες : εσείς κηδέψατε νεκρούς, εμείς κηδέψαμε αγάπες. Έρωτες θα έγραφα τώρα.
Τώρα που σιωπάς, τώρα νιώθω ερωτευμένος μαζί σου. Αφέθηκα να είμαι. Μόνο που ξαναμαθαίνω τι είναι, ή μάλλον δεν ξέρω και το φτιάχνω μόνος μου. Δεν είναι τυχαίο που απ’ την πρώτη στιγμή σου μίλησα για έμπνευση. Αυτήν πληγώνεις. Θνητός ο έρωτας ακόμα κι όταν είναι χωρίς ανταπόκριση ;
Για τι μιλάμε ;
Θα μιλήσω πολύ απλά. Σαν να μιλώ σε παρέα, συμποσιακή[1]*. Ο προσωπικός τόνος δόθηκε απ’ την αρχή.
Η αντίσταση που έχω συναντήσει από «πολιτικοποιημένους», κυρίως της αριστεράς[2], όταν πρόκειται να μιλήσουμε για κάποια ευαίσθητα θέματα, είναι πρωτοφανής. Λες και τους σκοτώνεις τον πατέρα. Δεν θα εξηγήσω αναλυτικά το γιατί, παρότι το ξέρω. Το λέω με μια φράση : θίγεται η προσωπική τους ζωή.[3] Μα, το ευαίσθητο θέμα έρωτας, δεν είναι μόνο η προσωπική μας ζωή. Είναι ό,τι πιο κοινωνικό υπάρχει. Δηλαδή, ό,τι πιο ανθρώπινο. Είμαστε άνθρωποι πρώτα και κύρια διότι ζούμε στην κοινωνία των ανθρώπων. Αλλιώς θα ήμασταν θηρία ή θεοί, όπως λέει ο Αριστοτέλης. Το τρυφερό θέμα έρωτας είναι ακραιφνώς πολιτικό. Αφορά υπάρχοντες θεσμούς, και κυρίως νοοτροπίες, αφορά απόψεις που θεωρούνται αυτονόητες ενώ δεν είναι.
Ένα επιχείρημα γελοίο, το λέω από τώρα, επανέρχεται ακατάπαυστα, όταν προτείνω να συζητήσουμε πολιτικάτον έρωτα. Θέλεις να μας επιβάλεις κάτι, μου απαντούν. Εγώ, ο νίκος, θέλω να σου επιβάλω κάτι, και δεν στο έχει επιβάλει η κοινωνία εδώ και αιώνες ; Μυστήριο πράγμα ! Πες μου τουλάχιστον ότι δεν θέλεις ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή σου. Μείνε, λοιπόν, εκεί που είσαι.
Όχι μόνο δεν θέλω τίποτα να επιβάλω, αλλά το άνοιγμα της συζήτησης έχει ακριβώς ως στόχο να δημιουργήσει τις συνθήκες και τη δυνατότητα της πιο μεγάλης και πολύτιμης απελευθέρωσης πρώτο βήμα ελευθερίας : ν’ απομυθοποιήσουμε τα μοντέλα και τα ιδανικά. Το μοντέλο και το ιδανικό ! Να δεχτούμε ότι δεν υπάρχει ιδανικός έρωτας. Δεν υπάρχουν μοντέλα και ιδανικά σε μερικά ανθρώπινα πράγματα, αν όχι σ’ όλα. Και το ποίημα του Αραγκόν Δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας, χάνει κάθε νόημα.[4]
Διότι, όταν αρχίζει η συζήτηση – αν αρχίσει –, προσκρούουμε σ’ ένα άλλο εμπόδιο : όλα είναι λυμένα από χέρι, δοσμένα μια για πάντα. Λες αυτό ; Λες π.χ. ότι μπορεί να ήσουν ερωτευμένος αλλά αυτό δεν σ’ εμπόδισε να δεις ερωτικά και μια άλλη γυναίκα ; Άρα, δεν ήσουν ερωτευμένος, σου απαντούν, δεν αγάπησες αληθινά. Και τι σημαίνει, λοιπόν, «αγαπώ αληθινά» ; Ποιο είναι το κριτήριο για τις απόψεις αυτές, για τέτοια επιχειρήματα ; Είναι ένας μονοδιάστατος ορισμός του έρωτα, ο οποίος δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, καμιά μεταβολή.
* Οι σημειώσεις υποστηρίζουν, δεν καθορίζουν το κείμενο. Βρίσκονται στο τέλος του. Ο αναγνώστης μπορεί να τις παραλείψει κατά την πρώτη ανάγνωση.
και τι έχει πει η ζωή ;
Μα, η ζωή έχει μιλήσει. Σ’ όλους μας και για όλους μας. Θα δούμε τι μας είπε. Να για τι πράγμα μιλάμε, για τη ζωή, της οποίας μια μεγάλη και όμορφη πτυχή είναι η ερωτική ζωή. Και να, τελείως συνοπτικά, αυτός ο μονοδιάστατος ορισμός του έρωτα, πραγματικό κοινωνικό φαντασιακό πέραν και υπεράνω κάθε θεσμού και κάθε νόμου.
Το σημερινό κοινωνικό ερωτικό φαντασιακό :
η περίφημη λέξη-πρόθεμα μονο-, όπως μονογαμία
Πρόκειται για ένα ερωτικό φαντασιακό που ισχύει σήμερα, χωρίς να ήταν πάντα και παντού έτσι. Θα μας πήγαινε πολύ μακριά μια ιστορικο-κοινωνική αναδρομή.
Οι τρεις αποκλειστικότητες-μοναδικότητες του έρωτα
Οι ερωτικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από τρεις αποκλειστικότητες-μοναδικότητες. Είναι η μονο-γαμία ή μονο-ερωτισμός, η μονο-σεξουαλικότητα ή μονο-φιλοφυλία, και κάτι που δύσκολα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε με μια λέξη, ας το πούμε ο μόνος και ίδιος τρόπος, στερεότυπος, ρουτινιάρικος μέχρι και μηχανικός, της ερωτικο-σεξουαλικής διεισδυτικής συνεύρεσης, μονό-δρομος προς τον υπέρτατο μοναδικό σκοπό, τον οργασμό. Αυτές τουλάχιστον οι αποκλειστικότητες πρέπει ν’ αλλάξουν – έχει μάλλον ανοίξει ο δρόμος προς αυτή την κατεύθυνση. Η ζωή τις έχει διαρρήξει επανειλημμένα, κι όμως επικρατούν, τουλάχιστον επίσημα, ή υποκριτικά αν θέλετε.
Πρώτη αποκλειστικότητα-μοναδικότητα, αυτή του ερωτικού εταίρου-συντρόφου, του εραστή ή της ερωμένης. Είναι παράξενο, είναι ανείπωτο, είναι όμως αληθινό ! Και ανεξήγητο ; Γιατί ένας, μία ; Γιατί όχι δύο ή τρεις ;
Τι κατάκτησε η πιο πρόσφατη εποχή ; Να είναι ένας, αλλά συγκυριακά. Γιατί υπάρχει, επιβιώνει, και η λογική της διά βίου αποκλειστικότητας-μοναδικότητας. Θεωρείται μάλιστα από πολλούς ακόμα ως ιδανικό.
Δεύτερη αποκλειστικότητα-μοναδικότητα αυτή του φύλου (με ύψιλον).
Είπα στην παρουσίαση του θέματος έρωτας που έκανα στην ομάδα Occupy Athens ότι δεν έχω γνωρίσει πραγματικό bisexuel. Μην πάρετε όμως τις εμπειρίες μου για θέσφατο. Σίγουρα υπάρχει, το επιβεβαίωσε μια κοπελιά που πήρε το λόγο. Ας παραδεχτούμε ωστόσο ότι πρόκειται για κάτι σπάνιο.
Bisexualit
é, λέγεται στα ελληνικά αμφισεξουαλικότητα ή αμφιφυλοφιλία.[5] Η μονο-σεξουαλικότητα ή μονο-φυλοφιλία, της τεράστιας πλειονότητας των ανθρώπων, αποτελεί ερώτημα, ζήτημα, και πρόβλημα ακόμα. Και είναι για μένα το πρόβλημα και για την ομοφυλοφιλία και για την ετεροσεξουαλικότητα.
Δεν είμαστε αναγκασμένοι να παραμείνουμε στη διπολική λογική : ομαλό-μη ομαλό (ομαλό-ανώμαλο, εξού ανωμαλία). Διότι ο άνθρωπος είναι έτσι κι αλλιώς, «ανώμαλος», απορρυθμισμένος. Όταν λέμε ομαλός ή μη ομαλός, το λέμε ως προς κάτι. Στην περίπτωση της σεξουαλικής προτίμησης, το λέμε προφανώς ως προς τη φύση. Εντούτοις, ιστορικά και κοινωνικά, και σήμερα ακόμα, επικρατούν με τρομερή διαφορά τα ζεύγη αποκλειστικής ερωτικο-σεξουαλικής προτίμησης : άρρεν-θήλυ, άρρεν-άρρεν, θήλυ-θήλυ.
Είπα ιστορικά. Στο τέλος του βιβλίου του, Les Grecs anciens (Οι αρχαίοι Έλληνες), στο οποίο μέσα σε 150 σελίδες δίνει την πιο πλήρη εικόνα της αρχαίας Ελλάδος, ο επιφανέστατος ελληνιστής Moses I
. Finley
γράφει ότι το κανονικό (νορμάλ) μοντέλο ήταν η αμφισεξουαλικότητα. Η αρχαία Αθήνα είναι ίσως η πρώτη bisexuelle
(αμφισεξουαλική ή αμφιφυλόφιλη) κοινωνία που ξέρουμε, θα έλεγα.[6] Ήξεραν οι Αθηναίοι (όχι οι σημερινοί !) την διφυή σεξουαλική κατεύθυνση του ανθρώπου ; Δεν έχω άλλη δυνατότητα παρά ν’ αναφέρω χωρίς να περιγράψω τον άτυπο και εκπληκτικό θεσμό, παιδαγωγικού χαρακτήρα, που είναι «ο έρως του νέου προς τον έφηβον»[7], στην αρχαία Αθήνα κυρίως αλλά και σ’ άλλες πόλεις.
Πρέπει όμως ν’ αναφέρω κι ένα άλλο στοιχείο, επίσης τρομερό : η κοινωνία ήξερε, θεωρούσε σαφέστατα, ότι η οικογένεια είναι για την αναπαραγωγή του είδους και την ανατροφή των παιδιών. Κι ο έρωτας, η ηδονή (η οξύτερη των ηδονών είναι ο έρως κατά Πλάτωνα), βρίσκεται με τις εταίρες, τις παλλακίδες, τις θεραπαινίδες.[8] Ο Σωκράτης είχε ερωμένη. Κανένας όμως δεν τολμά έστω να υποθέσει και μόνο την «ομοφυλοφιλία» του Πλάτωνα και του Σωκράτη[9]– αυτός που τόλμησε το «πλήρωσε» με τη ζωή του[10].
Έτσι, ιστορικά ξέρουμε ότι υπήρξαν κι άλλες, διαφορετικές απ’ τη σημερινή, θεωρήσεις των ερωτικών σχέσεων.
Τρίτη αποκλειστικότητα-μοναδικότητα : η εισβολή. Αυτό είναι πιο τρομερό, αλλά είναι κι αυτό αληθινό.
Η τρίτη αποκλειστικότητα-μοναδικότητα του ισχύοντος, του καθεστώτος, ερωτικού φαντασιακού είναι αυτή του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιούμε γενικά αυτό που λέμε «κάνουμε έρωτα». («Κάνω έρωτα», τι κακή, άσχημη, χυδαία με την έννοια της μη αυθεντικότητας, δεν ξέρω τι, έκφραση ![11])
Τρόπος ενιαίος : η εισβολή, η διείσδυση, των ανδρών μέσα στις γυναίκες, μετά τα προκαταρκτικά βέβαια, κι υπέρτατος στόχος ο οργασμός.[12] Αν είναι ταυτόχρονος, τόσο το καλύτερο.[13] Μόνο που δεν ξέρουμε τι είναι ο οργασμός των γυναικών, κι αν έχουμε το δικαίωμα να του δίνουμε το ίδιο όνομα μ’ αυτόν των ανδρών. Να το πιο σαφές γενετήσιο (ή γεννητικό) στοιχείο του ερωτικού φαντασιακού, και του έρωτα, που επιβιώνει ακόμα και σήμερα. Είναι παράξενο το γεγονός ότι χαρακτηρίζει και τις ανδρικές ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Την εισβολή την εννοώ επίσης με τον παράξενο συμβολισμό της, το συμβολισμό της υποταγής και της εξουσίασης. Για να μην πω της ταπείνωσης μέχρι και της πρόκλησης πόνου όπως υπονοεί ολοκάθαρα η γνωστή έκφραση της καθομιλουμένης, που την ακούμε δεν ξέρω πόσες φορές την ημέρα.
Όπως ήδη είπα και όπως ορθά έχει επισημάνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης κι άλλοι πολλοί, παρότι ο άνθρωπος είναι απορρυθμισμένος ως προς τη φύση, κι έτσι η σεξουαλική πράξη δεν αποσκοπεί, εδώ και άπειρους αιώνες, στην τεκνοποίηση αλλά στην ηδονή[14], το στοιχείο αυτό επιβιώνει : εισβολή με υπέρτατο στόχο εκπλήρωσης της πράξης και του σκοπού της τον οργασμό και την ανδρική εκσπερμάτωση, ως εάν ο στόχος να ήταν η αναπαραγωγή όμως. Και ίσως, λέγω ίσως, το στοιχείο αυτό εξηγεί μερικά άλλα χαρακτηριστικά του έρωτα, όπως π. χ. την ιδιοκτησιακή αποκλειστικότητα του ερωτικού εταίρου : θέλω να είμαι σίγουρος ότι το παιδί είναι δικό μου.
Γιατί επισημαίνουμε τα χαρακτηριστικά αυτά ;
Κάποιος θα έλεγε : για την ευχαρίστηση της σκέψης, του διαλόγου, της αντιπαράθεσης, της κίνησης της σκέψης – είναι κι αυτή μια ηδονή. Ακόμα κι αν δεχτούμε τον πλατωνικό ορισμό της σκέψης : ο διάλογος με τον εαυτό μας, η σκέψη που κινείται δεν είναι «αυνανισμός», παρά τα λεγόμενα του Μαρξ και του Ένγκελς[15].
Επισημαίνουμε τα χαρακτηριστικά αυτά, για να δείξουμε ότι κάτι υπάρχει, κάτι κυριαρχεί. Στον καθένα έγκειται να σκεφτεί. Να σκεφτεί αν είναι ελεύθερος άνθρωπος κι εραστής ή όχι, και ν’ αλλάξει ή όχι αυτό που υπάρχει και κυριαρχεί.
Δίχως να προτείνω κανένα μοντέλο, είμαι προσωπικά αντίθετος σ’ αυτό το φαντασιακό, τελείως ανεξάρτητα απ’ την προσωπική μου ζωή. (Μήπως, μ’ αυτό το «τελείως ανεξάρτητα», βρίσκομαι σε αντίφαση ; Πιθανόν ! Παρότι είμαι υπέρ της διφυλοφιλίας, παραμένω ετεροφυλόφιλος.) Με μόνο κριτήριο την ελευθερία και την ηδονή. Δάσκαλοί μας εδώ ο Καβάφης κι ο Εμπειρίκος.
Παρά τις τεράστιες απελευθερώσεις (άλλο απελευθέρωση, άλλο ελευθερία), δεν έχουμε κατακτήσει ακόμα, σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, την ελευθερία του έρωτα. Την αυτονομία ως προς την υπάρχουσα κοινωνία, και το ερωτικό φαντασιακό που έχει ως καθεστώς της[16]. Η υποβάθμιση, η απαξίωση, της σαρκικής σχέσης, ίσως να προέρχεται επίσης απ’ την παρείσακτη (ω ! τι μεγάλη βλασφημία) στις ερωτικές σχέσεις φράση «σ’ αγαπώ». Το λέω από τώρα ωμά, και θα το αναλύσω στη συνέχεια : είναι ολοφάνερο ότι το ρήμα του έρωτα δεν είναι «σ’ αγαπώ», είναι «μου αρέσεις» ή «σ’ επιθυμώ». Αν ήταν το «σ’ αγαπώ», τότε επιπλέον ρωτώ : γιατί η μάννα μπορεί να το αισθανθεί, το «σ’ αγαπώ», για τα πολλά παιδιά της, και όχι μια γυναίκα για πολλούς άνδρες ;[17] Είναι φανερό ότι δεν σκέφτομαι τη μονογαμία σε αντίθεση με την πολυγαμία που είναι επιτρεπτή μόνο για τους άνδρες, σε πολλές ακόμα περιοχές της γης.
Η θνητότητα του έρωτα
Πόσα άλλα χαρακτηριστικά, στην κάθε του στιγμή, προκύπτουν για τον έρωτα, θα θέλαμε ώρες για να τ’ απαριθμήσουμε και να τ’ αναλύσουμε. Ας πούμε μόνο ένα, που είναι καίριο : η θνητότητα του έρωτα. Την βοά η πραγματικότητα. Κι αν δεν την ακούμε, είναι σαν να μην ακούμε αυτά που μας δείχνει η ίδια η εμπειρία. Για την πραγματικότητα μιλάμε, για την εμπειρία όλων μας. Τη θνητότητα δεν μπορούν να κρύψουν βιβλιοθήκες, βιβλιοθήκες μυριάδων βιβλίων ! Που έχουν πράγματι μιλήσει για τον έρωτα, τον έχουν υμνήσει ή απαξιώσει.
Ποιο είναι το μυστικό, ή το γαμώτο όπως λέω ; Η θνητότητα του έρωτα αναδύεται κάθε στιγμή. Είναι κάθε στιγμής. Και πιο τραγικό ακόμα, ω πόσο πιο τραγικό : μπορεί να έχει διαφορετική φάση. Κάτι που ζει για τον ένα, μπορεί να πέθανε, να έχει πεθάνει για τον άλλο. Ο έρωτας θα μείνει για πάντα τραγικός. Όχι μόνο για τη θνητότητά του, διότι υπάρχει επίσης η μη ανταπόκριση, η έλλειψη αμοιβαιότητας.
Έρωτας και τεκνοποίηση ή παιδοποιία
Στα φυσικά, αντικειμενικά, χαρακτηριστικά του έρωτα, υπάρχει και θα υπάρχει εσαεί ως στοιχείο το ενδεχόμενο σύλληψης και τεκνοποίησης. Αυτό ισχύει προφανώς στην περίπτωση των ετεροφυλόφιλων σχέσεων. (Τα πράγματα αλλάζουν, κι άλλαξαν ήδη, όταν πρόκειται για την επιθυμία των ομοφυλόφιλων ν’ αποκτήσουν παιδιά. Θα μιλήσω λίγο για το θέμα αυτό παρακάτω.) Τούτο το στοιχείο, μέχρι νεωτέρας διαταγής, δεν μπορεί να ξεπεραστεί ποτέ, όχι τόσο ως πραγματικότητα (είναι αναμφίβολα και τέτοια, την οποία έχει ελαφρύνει η νομιμοποίηση των αμβλώσεων, και σχεδόν εκμηδενίσει η ευρεία χρήση αντισυλληπτικών), αλλά ως φαντασιακή σημασία που ως γνωστόν είναι πιο πραγματική απ’ την πραγματικότητα : σε κάθε ερωτικο-σεξουαλική συνεύρεση, κανείς δεν μπορεί ν’ αποκλείσει τον πόθο της παιδοποιίας να είναι παρών, τουλάχιστον στον ένα απ’ τους δύο εραστές. Για την εκπλήρωσή του, μία φορά αρκεί !
Το ζήτημα είναι ότι, παρά τις τεράστιες προόδους – ή «προόδους» ; –, πολλά στοιχεία που χαρακτηρίζουν ακόμα και σήμερα τις ερωτικές σχέσεις οφείλονται μάλλον σ’ αυτή την πραγματικότητα, που τραβάει προς τα κάτω θα έλεγα, τον έρωτα. Είμαστε ακόμα στο γενετήσιο ή γεννητικό στάδιο της ιστορίας του έρωτα.[18]
Ένας υπεύθυνος και βαθύς στοχασμός πρέπει επίσης ν’ αναπτυχτεί για την ενδεχόμενη, λέγω ενδεχόμενη, σχέση ανάμεσα στην υποβάθμιση, απαξίωση, της σαρκικής σχέσης, και το λεγόμενο ταμπού της αιμομιξίας – κακή νεοελληνική λέξη που δείχνει την κακή ερμηνεία του σημαινομένου. Η περίφημη καθολική, πανανθρώπινη, απαγόρευση, κατά Φρόυντ, Καστοριάδη, και πολλούς άλλους, μάλλον δεν έχει ιστορική βάση, και μάλλον ο Ένγκελς έχει δίκιο στο σημείο αυτό[19]. Οφείλουμε την καλύτερη ανάλυση της απαγόρευσης της ενδο-τοτεμικής σεξουαλικής επαφής – όχι της ενδο-οικογενειακής – στον Ντιρκέιμ.[20] Ας μη ξεχνάμε ότι ο Δίας και η Ήρα ήταν αδέλφια, και ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει πολιτισμούς στους οποίους δεν υπήρχε η απαγόρευση αυτή. Η απαγόρευση αυτού που ο Πλάτων, χωρίς ν’ ανακατώνει … αίματα, ονόμαζε «γονέων συμμίξεις», η οποία παρατηρείται πράγματι σε πολλούς πολιτισμούς, θέτει ένα κρίσιμο ερώτημα. Ανεξάρτητα απ’ το τι θα κάνουμε εμείς σήμερα.[21] Θέτει το ερώτημα των λόγων αυτής της απαγόρευσης, η οποία δεν μπορεί να στηριχτεί αν δεν θεωρηθεί ότι για μια κατηγορία ανθρώπων η σεξουαλική συνεύρεση, η συνουσία, αποτελεί κακό, και μάλιστα μέγιστο και απεχθές.
Η απόλυτη ιδιαιτερότητα του έρωτα σε σχέση με τις άλλες ανθρώπινες σχέσεις
Φτάνουμε στη γενική διαπίστωση που αναγγέλλει ο παραπάνω τίτλος.
Φαίνεται εύλογο, αλλά αν το αναγνωρίσουμε και το κατανοήσουμε, απελευθερώνουμε τον έρωτα. Απελευθέρωση κι ελευθερία, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Είναι πιο εύκολο ν’ απαλλαγούμε από κάτι, ν’ απελευθερωθούμε, παρά να δημιουργήσουμε την ελευθερία. Αλλά αποτελεί προϋπόθεση για να ζήσουμε τον έρωτα η κατανόηση κι η αναγνώριση αυτού του αγνοημένου τελικά γεγονότος, μέσα σε μια γενική σύγχυση που αρχίζει απ’ το ίδιο το λεξιλόγιο, π. χ. «σ’ αγαπώ» – η πιο πολυχρησιμοποιημένη απ’ όλους έκφραση.
Δεν ξέρω, κανείς δεν μπορεί να το ξέρει, αν ο έρωτας, αποδεκτός κι αναγνωρισμένος ως απόλυτη ιδιαιτερότητα μέσα στο σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων, θα είναι πιο όμορφος ή λιγότερο τραγικός. Ξέρω μόνο ότι θα είναι πιο αληθινός, πιο αυθεντικός.
Έχει γίνει νομίζω ολοφάνερο ότι ο έρωτας είναι αξεχώριστος απ’ τη σεξουαλικότητα, παρότι δεν είναι μόνο η σεξουαλική πράξη που του προσδίδει την απόλυτη ιδιαιτερότητα. Γιατί λοιπόν είναι απόλυτα ιδιαίτερος ο έρωτας ;
Άλλο ο έρωτας κι άλλο η αγάπη, δεν έχουμε ακόμα καταλάβει το αυτονόητο
Ας αναλύσουμε κάπως αυτή την ιδέα. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της αγάπης είναι ότι διαρκεί. Η αγάπη της μάννας για το παιδί «της» ορίζεται ως αιώνια. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του έρωτα είναι ότι δεν διαρκεί ! Είναι θνητός και πεπερασμένος.
Ελπίζω να μη μου αναφέρουν παραδείγματα μάννας που μίσησε τα παιδιά της. Υπάρχουν και τα ξέρω. Πρώτος τ’ αναγνωρίζω, αφού υποστηρίζω ότι τα συναισθήματα δεν είναι φυσικά φαινόμενα αλλά κοινωνικές κατασκευές. Αν ήταν, ο χριστιανισμός δεν θα επέβαλε την αγάπη, δεν θα έθετε ως επιταγή ν’ αγαπάμε τον πλησίον μας ως εαυτόν. Επιβολή την οποία δεν μπορώ ν’ αναλύσω στο μικρό αυτό κείμενο. Μιλώ για την αγάπη η οποία βέβαια στη Δύση, άρα και στην Ελλάδα, είναι στην ουσία η χριστιανική αγάπη.[22] Τότε όμως φαίνεται ολοκάθαρα πόσο άστοχο είναι να λέμε σ’ έναν εραστή ή μια ερωμένη «σ’ αγαπώ», αφού μόνο ο πλησίον μας δεν είναι.
Να τώρα το παράδοξο. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της αγάπης είναι ότι δεν ομολογείται, διότι ακριβώς θεωρείται αυτονόητη : σπάνια μια μάννα θα πει στο ίδιο το παιδί της : «σ’ αγαπώ». Μπορεί να πει σε τρίτους : «αγαπώ το παιδί μου (ή τα παιδιά μου)». Μα, και αυτό είναι προβληματικό : θα το πει αμυνόμενη, διότι δεν θα της το ζητήσει ποτέ κανείς, ή σπάνια θα χρειαστεί να το πει. Χαρακτηριστικό του έρωτα όμως είναι ότι ομολογείται, ζητά καθημερινή επιβεβαίωση με λόγια. Μόνο που, από μια ορισμένη περίοδο και μετά, χρονολογήσιμη, δηλώνεται με την πιο … ανάρμοστη φράση : «σ’ αγαπώ», ενώ η πραγματική φράση του έρωτα είναι άλλη : «μου αρέσεις», «σε ποθώ». Διότι ο έρωτας βρίσκεται ακόμα σ’ αυτή την τρομερή σύγχυση : μπερδεύεται με την αγάπη, ενώ δεν είναι αγάπη, είναι έρωτας ή δεν είναι.
Μια νέα επινόηση του έρωτα, για ν’ ανθοφορήσει στις τωρινές διαφορετικές συνθήκες, είναι αδιανόητη αν δεν ξεδιαλύνουμε αυτή τη μικρή κι ανεπαίσθητη λεπτομέρεια, τη μεγάλη, την τεράστια, διαφορά του έρωτα και της αγάπης. Ένα τεράστιο κεφάλαιο ανοίγει επίσης αν αναρωτηθούμε, έτσι απλά και ήρεμα : τι είναι άραγε η αγάπη ; Κι αν θέσουμε αυτό το ερώτημα σ’ όσους επιμένουν ότι μπορούνε να λένε στον εραστή : «σ’ αγαπώ».
Καταθέτω και την εξής παρατήρηση. Είναι φανερό ότι όλοι αυτοί που λένε πως ο έρωτας (ή η αγάπη) πάει μαζί με το μίσος, έχουν στο μυαλό τους ένα ορισμένο είδος έρωτα (και αγάπης). Είναι το μονοδιάστατο είδος που κυριαρχεί, και αυτό επιφέρει, προκαλεί, πράγματι το μίσος. Να ένα πρόσθετο στοιχείο που πρέπει να μας προβληματίσει για το κυρίαρχο μοντέλο του έρωτα (ή της αγάπης). Αλλιώς, η άποψη ότι τον έρωτα μπορεί να συνοδεύει ή ν’ ακολουθήσει μίσος, μένει μετέωρη. Η επινόηση της αγάπης απ’ την αρχή γίνεται και αυτή αναγκαία.
Η έκφραση «σ’ αγαπώ»
Επειδή πολλές φορές η συζήτηση στρέφεται γύρω απ’ τις διαφορετικές εμπειρίες του καθενός μας, δηλώνω καταρχάς ότι σέβομαι τις εμπειρίες και τις γνώμες όλων. Αν μείνουμε όμως μόνο στο πεδίο των εμπειριών, η συζήτηση γίνεται άπειρη. Ο καθείς κι η εμπειρία του. Εγώ, π.χ., δεν άκουσα ποτέ ούτε απ’ τη μάννα μου ούτε απ’ τον πατέρα μου ούτε απ’ την αδελφή μου, την έκφραση αυτή. Θα ήταν τρελός αυτός που θα υποστήριζε ότι, επειδή δεν την άκουσα, αγάπη δεν υπήρχε – δεν υπάρχει. Τώρα τι αγάπη υπήρχε – και υπάρχει – κάθε φορά, είναι άλλη τεράστια συζήτηση. Ως γνωστόν, οι γονείς επιθυμούν διακαώς το «καλό» του παιδιού τους. Τι είναι «καλό» ;
Η συζήτηση τοποθετείται κατόπιν στο ερώτημα αν όλοι μας έχουμε πει «σ’ αγαπώ» σ’ έναν ερωμένο ή σε μια ερωμένη μας. Αν ψάξουμε π.χ. την αλληλογραφία, σπάνια θα βρούμε γονείς ή παιδιά να γράφουν την έκφραση αυτή. Το ελληνικό «σ’ αγαπώ», ή το γαλλικό «je t
’aime
», είναι όμως πολύ συχνό στην ερωτική αλληλογραφία, και κάθε συνουσία. Αυτό είναι το κύριο ζήτημα της συζήτησής μας γύρω απ’ το θέμα αυτό.[23] Γνοιάζεσαι, πονάς, αγαπάς βαθιά πολλές φορές, μια γυναίκα με την οποία «είσαι μαζί». Ο έρωτας όμως δεν είναι αυτό. Και, χωρίς να θέλω να προκαλέσω, θα έλεγα ότι, όσο περισσότερο αρχίζεις ν’ αγαπάς μια γυναίκα, τόσο περισσότερο παύεις … να είσαι ερωτευμένος μαζί της ! Παράξενο ; Κι όμως, αληθινό. Δεν είναι αυτό το μοναδικό ζήτημα γύρω απ’ τον έρωτα. Είναι όμως θεμελιώδες, αν όχι υπαρξιακό, σηματοδοτεί δηλαδή την ύπαρξη ή όχι έρωτα.
Δεν είναι ο έρωτας ούτε αγάπη ούτε φιλία
Ο έρωτας δεν είναι αγάπη δεν είναι όμως ούτε φιλία. Ας πούμε προκαταρκτικά τούτο το πολύ σημαντικό : απ’ όσο ξέρω, απ’ όσο έχω ερευνήσει, δεν γνωρίζουμε – δεν γνωρίζω – θεσμό που να ορίζει τη φιλία. Υπήρξαν και υπάρχουν δύο καλοί φίλοι, δεν υπήρξε ποτέ ζεύγος φίλων. Υπήρξαν και υπάρχουν άνθρωποι με πολλούς φίλους.
Ας δώσουμε το λόγο στον Allan Bloom
, ο οποίος έγραψε ένα πολύ όμορφο βιβλίο για τον έρωτα και τη φιλία. Να μια ωραία φράση που συνθέτει εύστοχα τη διαφορά τους : «Ο φίλος είναι καλός, ο εραστής ωραίος». Και μια πληρέστερη περιγραφή : «Σε αντίθεση με τον έρωτα, η φιλία είναι υποχρεωτικά αμοιβαία. Μπορεί κάποιος να ’ναι ερωτευμένος χωρίς ανταπόκριση, αλλά δεν μπορεί να ’ναι φίλος με κάποιον που δεν είναι φίλος του. Το σύστοιχο του ερωτευμένου είναι να τον ερωτευτούν, του φίλου είναι ο φίλος.» Τέλος, αντιγράφω την τελευταία παράγραφο του βιβλίου του Allan Bloom
. Είναι σημαντική. «Μπορούν άραγε να συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο ο παθιασμένος εραστής κι ο φλογερός φίλος ; Κάθε αίσθημα απαιτεί τη δική του ευθύτητα που προμηνύει σύγκρουση. Ποιον να διαλέξεις όταν ο καθένας θα θέλει να υπερέχει ; Δεν υπάρχει εκ των προτέρων λύση σ’ αυτό το πρόβλημα, μόνο η ζωή μπορεί να διδάξει σ’ έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο, δηλαδή σ’ έναν άνθρωπο ικανό για έρωτα και φιλία, πώς να το λύσει. Ελπίζω, μολοντούτο, ότι αυτό το βιβλίο έδειξε πως η κατανόηση του έρωτα και της φιλίας είναι το κλειδί του γνώθι σαυτόν.»[24]
Δεν είναι η ώρα του σχολιασμού, νομίζω όμως ότι ο Allan Bloom
προσπαθεί να σπρώξει λίγο τον Σωκράτη, να τον βαθύνει και να τον ακονίσει δηλαδή. Ο ύμνος της αγάπης του «ελληνο-χριστιανικού» πολιτισμού, που καταργεί χωρίς αιδώ το ελληνο-, δηλαδή το αρχαιοελληνικό στοιχείο, ωχριά μπροστά σε τέτοια σκέψη. Η δική μου ευθύτητα είναι τούτη : τα γραπτά μου δεν αποτελούν διδάγματα αλλά εναύσματα περίσκεψης. Όλ’ αυτά, φίλες και φίλοι, δεν είναι παρά σημειώσεις στα περιθώρια της σκέψης και της ζωής. Προπαρασκευαστικά σχεδιάσματα για όλους μας. Διασκέδαση με τη σκέψη που γεννιέται και τοποθετείται – πλαγιάζει λένε οι Γάλλοι – στο χαρτί, για να την δούμε και να την προχωρήσουμε ίσως.[25]
Τι είναι λοιπόν ο έρωτας ;
Δεν θα ήταν άστοχο ν’ απαντήσουμε : δεν ξέρουμε, ούτε θα μάθουμε ποτέ.
Μια ερωτική σχέση είναι μια ερωτική σχέση. Και κάθε ερωτική σχέση μπορεί να έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, αδιανόητα για μας, για τον καθένα μας ξεχωριστά. Μόνο όμως αν ξεφύγει από την πεπατημένη.
Όλ’ αυτά έχουν τεράστια σημασία διότι υπάρχει ο κίνδυνος, συζητώντας για τον έρωτα, να πέφτουμε, να κυλάμε, στα ίδια λούκια με την καθεστηκυία σκέψη. Να νομίζουμε ότι ανοίγουμε δρόμους απελευθέρωσης, και στην ουσία να είμαστε το ίδιο, ή και περισσότερο, συντηρητικοί.
Μιλούν συχνά μερικοί, θέλοντας αναμφίβολα να τον εξυψώσουν, περί πνευματικής σχέσης στον έρωτα, μαζί με τη σεξουαλική και τη συναισθηματική. Θα ήθελα να σχολιάσω λίγο την «πνευματικότητα».
Εμφανίζεται πάλι το λούκι της ζωής ενός ατόμου, το οποίο έχει υποτίθεται πολλές πλευρές, και μάλιστα ιεραρχούνται : ψυχή-πνεύμα-σώμα. Θα ήθελα να ξέρω τι είναι αυτή η πνευματική σχέση, η οποία μπορεί να μας γυρίσει πριν τον Τρωικό πόλεμο ! Ή, πιο λογικό, να μας φέρει ξανά στον χριστιανισμό. Σεξουαλική, το καταλαβαίνω, και το συζητάμε. Συναισθηματική, επίσης, κι αυτό είναι που θέλει τη μεγαλύτερη συζήτηση. Αλλά πνευματική σχέση ; Τι είναι αυτό ; Να έχω την ίδια θρησκεία με την αγαπημένη μου ; Συγγνώμη, με την ερωμένη μου, ήθελα να πω. Τις ίδιες ιδέες ; Την ίδια σκέψη ; Την ίδια εξυπνάδα : να πιάνουμε τα ίδια πουλιά στον αέρα ; Το ίδιο ή παραπλήσιο πνεύμα ; Σε τι και ως προς τι ; Ούτε πνευματικό πατέρα θέλω ούτε είμαι πρόθυμος και διαθέσιμος να τον κάνω. Γιατί επιτέλους να μη μιλάμε μόνο για ΕΡΩΤΙΚΗ σχέση που τα λέει όλα, και … τίποτα, δηλαδή τ’ αφήνει όλα ελεύθερα και ανοικτά ;[26] Ένας άνθρωπος δεν είναι έξυπνος ή βλάκας, είναι ή δεν είναι ελεύθερος (γκράφιτι στους τοίχους του Μάη του ’68).
Οι γυναίκες, το μισό του πληθυσμού, όλο τ’ ουρανού
Θίγω μόνο μερικές πτυχές σε τεράστια ζητήματα. Ας προχωρήσουμε λίγο τη σκέψη μας μιλώντας για το μισό του πληθυσμού, που ξεχνιέται συχνά και χαρακτηριστικά. Είναι κριτήριο της απελευθέρωσης και της ελευθερίας που ψάχνουμε κάτω απ’ τον ίδιο κι ολόκληρο ουρανό.
Όταν οι γυναίκες λένε (διότι κυρίως οι γυναίκες το λένε αυτό) : «δεν μπορώ να κάνω έρωτα (sic
) με κάποιον αν δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του», τι εννοούν ; Προφανώς, δεν εννοούν : αν δεν τον αγαπώ. Προφανέστατα. Αφήνω αν σ’ αυτό είναι πάντα συνεπείς, τι λέει δηλαδή η πραγματική ζωή που πρέπει να είναι πάντα ο κύριος οδηγός μας. Αφήνω επίσης το ερώτημα αν το λένε αυτό όλες οι γυναίκες.[27]
Δεν λέω ότι οι γυναίκες είναι έτσι. Λέω ότι έγιναν έτσι. Σε αντιστοιχία μ’ αυτό που έχουμε γίνει έτσι εμείς, οι άνδρες (από ποιον άλλο ;, απ’ την κοινωνία). Κατά την αξεπέραστη φεμινιστική αρχή της Σιμόν ντε Μπωβουάρ : Δεν γεννιόμαστε, αλλά γινόμαστε γυναίκες.[28] Είναι πολύ μεγάλη επίσης η εξής ιδέα, αυτή είναι του Κορνήλιου Καστοριάδη : οι φαντασιακοί και θεσμισμένοι ρόλοι του άνδρα και της γυναίκας στην κοινωνία είναι συμπληρωματικοί: για να μένει η γυναίκα σπίτι, πρέπει ο άνδρας να βγαίνει, να εργάζεται.[29] (Ευτυχώς, εδώ τα πράγματα άλλαξαν άρδην.) Για να ερωτοτροπεί, φλερτάρει, ο άνδρας, σαν να πρέπει η γυναίκα ... ν’ αντιστέκεται. Στη διαπαιδαγώγηση του άνδρα ως επιβήτορα, αντιστοιχεί, λες για αντίσταση, μια διαπαιδαγώγηση της γυναίκας ως πιο συναισθηματικής. Αλλά, υπάρχει και το αντίθετο που επιβεβαιώνει τη συμπληρωματικότητα. Πολλές θεσμίσεις, όπως π.χ. η κλειτοριδοκτομή, έχουν ως υπόβαθρο την ιδέα της γυναίκας ως αχόρταγου και άπληστου σεξουαλικά πλάσματος. Επίσης την ιδέα ότι μάλλον η ηδονή της γυναίκας είναι μεγαλύτερη, οξύτερη αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη του Πλάτωνα για τον οποίο η ερωτική ηδονή είναι η πιο οξεία.
Για να επανέλθουμε στο ερώτημα : τι είναι ο έρωτας, πρέπει λοιπόν να πούμε ότι, όταν μια γυναίκα ή ένας άνδρας λένε «είμαι ερωτευμένη» ή «είμαι ερωτευμένος», μόνο την αγάπη δεν έχουν στο μυαλό τους. Κι αν πούμε ότι πρόκειται για μια άλλη αγάπη, ή δεν λέμε τίποτα ή γυρίζουμε στο ίδιο ερώτημα που εξετάζουμε εδώ : ποια είναι λοιπόν αυτή η άλλη αγάπη ; Αν δεν ξεμπερδέψουμε αυτό το κουβάρι, βήμα δεν μπορούμε να κάνουμε μπροστά.
Σ’ όλη τη μακρόχρονη περιήγησή μου στον έρωτα, μου πήρε χρόνο να καταλάβω τούτο το στοιχειώδες, δηλαδή την απόλυτη ιδιαιτερότητα του έρωτα σε σχέση με τις άλλες ανθρώπινες σχέσεις. Ξεκινώντας απ’ την ιδέα αυτή, μπόρεσα ν’ ανιχνεύσω τα υπόλοιπα κύρια και δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του έρωτα, απ’ τα οποία μερικά έχω περιγράψει στο βιβλιαράκι Προς μια αυτόνομη κοινωνία[30].
Ο έρωτας, η σωματική έλξη, η ομορφιά
Κανείς δεν μπορεί ποτέ ν’ αρνηθεί (μόνο ο Πλάτων με την ομορφιά των ψυχών το έκανε) ότι ο έρωτας έχει ως αφετηρία αυτό που θα λέγαμε σωματικό στοιχείο. Είναι τις περισσότερες φορές αυτό που λέμε πρώτη έλξη. Βλέμμα πρώτο ομορφιάς, που αν δεν υπάρχει, τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Γι’ αυτό άλλωστε ο έρωτας μαραίνεται. Δεν θα μπορούσαμε εύκολα να φανταστούμε ότι κάποιος ερωτεύτηκε μια γυναίκα επειδή την έβρισκε (την θεωρούσε) άσχημη. Άσχημη μπορεί να είναι, πώς την βλέπει αυτός έχει σημασία.[31] Και τα επιχειρήματα περί της δήθεν εξυπνάδας ή της ομορφιάς της ψυχής, ή οι ενστάσεις του Αριστοφάνη για το τι θα γίνουν οι άσχημες και οι γριές, αποτελούν τρόπους διαφυγής απ’ την ουσία του θέματος. Μη γυρίσουμε πιο πριν απ’ την Αφροδίτη !
Έρωτας χωρίς σωματική έλξη, και ό,τι αυτό σημαίνει, δεν μπορεί να νοηθεί. Το μαρτυρά όλη η ποίηση του Καβάφη, που απ’ τη ζωή (του) είναι βγαλμένη. Το απεύχονται όλοι οι ασώματοι, που υποτιμούν και υβρίζουν το σώμα και τη σάρκα, ό,τι πιο ανθρώπινο έχει ο άνθρωπος για να ζει. Το σώμα-σήμα (τάφος), το χαρίζουμε στον εκχριστιανισμένο πλατωνισμό.
Η σωματική έλξη είναι φυσικό να παίζει ίσως τον πρώτο ρόλο στην αρχή. Διότι ο έρωτας έχει και τούτο το χαρακτηριστικό : αρχίζει απ’ το μηδέν. Με κάποιες βέβαια εξαιρέσεις, όταν π. χ. πρόκειται για μια παιδική φίλη. Για ποια συναισθηματική και πνευματική σχέση να μιλήσουμε τότε ; Σκέφτομαι τώρα ότι πρέπει να φτιάξουμε, να επινοήσουμε, μια άλλη, νέα, λέξη για το «ερωτικό συναίσθημα», το : τικ τικ, τίκι τίκι, τακ, κάνει η καρδιά μου, του λαϊκού τραγουδιού, που το τραγουδά καλύτερα απ’ όλους ο Μάρκος. Είναι κάτι σίγουρα «ψυχοσωματικό». Μιλάμε για ερωτικές εμπειρίες : στις γυναίκες τις πιο νέες που γνώρισα, στα πρώτα φιλιά αναταραζόταν η κοιλιά τους. Άλλες κοκκινίζουν έντονα, με μια ματιά. (Η Αντιγόνη, του Σοφοκλή, το ήξερε !) Τι είναι όλ’ αυτά ; Ο έρωτας που μερικοί θέλησαν να βάλουν σε κουτάκια. Δεν το κατάφεραν. Λυσιμελής είναι ο έρως : λύνει τα μέλη. Κάτι βλέπω, κάτι σκέφτομαι, κάτι αισθάνομαι, κάτι επιθυμώ, κάτι ονειρεύομαι (στον ύπνο ή στον ξύπνιο μου), και λύνονται τα πόδια και τα χέρια μου, λύνομαι όλος !
Έρωτας, γάμος, οικογένεια, παιδιά, το πιο εκρηκτικό μείγμα
Ο γάμος ως θέσμιση του έρωτα
Όση σχέση έχει η αγάπη με τον έρωτα, άλλη τόση και λιγότερη έχει ο έρωτας με οποιαδήποτε θέσμισή του, και κυρίως με το γάμο. Ο έρωτας δεν θεσμίζεται. Δεν μπορώ να πω ότι το ήξερα από παιδί, το κατάλαβα όμως γρήγορα και, χωρίς … να θυσιάσω τίποτα, έμεινα άγαμος, πολίτης του κόσμου του ερωτικού.
Δόθηκε ωστόσο στη γενιά μας η δυνατότητα κι είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε ένα πεδίο, αυτό του γάμου και της οικογένειας, στο οποίο αναδεικνύεται έντονα μέχρι εκρηκτικά η διαφορά και η σύγχυση του έρωτα και της αγάπης. Έτσι, η ίδια η ζωή, σήμερα κι όχι χτες, μας καλεί να συζητήσουμε ένα απ’ τα πιο ακανθώδη ζητήματα, το ζήτημα του γάμου από έρωτα που αφορά κυρίως τους νέους ανθρώπους, κι έχει σφραγίσει, με την έκδηλη αποτυχία του, τους ενήλικους των τελευταίων γενιών.
Η ιστορία του γάμου είναι μακριά και ποικιλόμορφη. Στο βάθος όμως πρόκειται για θεσμό-συμβόλαιο που αποσκοπεί στην παγίωση διά βίου της σχέσης δύο ανθρώπων για να ικανοποιηθεί ένας τουλάχιστον στόχος, η απόκτηση και κατόπιν η ανατροφή παιδιών. Κι ύστερα, για να το πω χαλαρά, η αξιοποίηση των παιδιών[32]. Μιλώ λοιπόν για τέτοιου είδους θέσμιση, με την έννοια του νομοθετικού διακανονισμού και των διακανονισμών, όσο κι αν υπάρχει παράλληλα η ευρύτερη διάσταση της κοινωνικής υποχρέωσης.
Όπως έγραψα ήδη, για τους αρχαίους Έλληνες (κυρίως τους Αθηναίους), τα πράγματα ήταν σαφή. Η οικογένεια ήταν για την παιδοποιία και την ανατροφή των παιδιών, ο έρωτας κατοικούσε αλλού. Είναι αλήθεια όμως ότι στην αρχαία Ελλάδα ο γάμος ήταν άλλο πράγμα· με μια λέξη : δεν θέσμιζε τον έρωτα.[33] Με την ανάδυση αυτού που ονομάστηκε στη Δύση amour
-passion
, μετά αιώνες χριστιανικής βαρβαρότητας, και σεμνοπρεπούς υποκρισίας, είναι σίγουρο ότι ο έρωτας και η ελευθερία του πήραν μια νέα διάσταση. Τα πράγματα μπλέχτηκαν τρομερά όμως όταν η ελευθερία της επιλογής ερωτικού εταίρου έγινε ανεπαίσθητα ελευθερία επιλογής συζύγου, δηλαδή ελευθερία επιλογής ζυγού, το λέει η ίδια η λέξη. Κατά τη νεωτερική περίοδο, και σ’ ευρεία κλίμακα, το γεγονός αυτό είναι σχετικά πολύ πρόσφατο, ξεπερνά μόλις εκατό χρόνια. Δύο νέοι άνθρωποι δεν εξαρτώνται πια απ’ την επιλογή τρίτων, των οικογενειών τους π.χ., ούτε υιοθετούν ως κύριο κριτήριο την οικονομική βάση της συμβίωσης. Ερωτεύονται κι επιλέγουν ελεύθερα να ζήσουν μαζί. Ονομάστηκε από μερικούς επανάσταση αυτή η εξέλιξη. Τι επιλέγουν όμως ελεύθερα αυτοί οι δύο νέοι άνθρωποι ; Επιλέγουν στην ουσία ακριβώς το ίδιο πράγμα : η θέσμιση του έρωτά τους αποσκοπεί στην παγίωση της ερωτικής τους σχέσης, κάτι που έτσι κι αλλιώς είναι ουτοπικό, ακόμα κι αν δεν ονειρεύονται ανύποπτοι ότι θα περάσουν όλη τους τη ζωή μαζί. Σήμερα πια δεν μπορούν να είναι ανύποπτοι. Η πραγματική επανάσταση είναι λοιπόν άλλη· είναι η θέσμιση του έρωτα με γάμο, που δυναμίτισε κι ανατίναξε την ήδη εύθραστη οικογένεια, αυτή που είχε ήδη σκοτώσει τον έρωτα. Τώρα το ξέρουμε.
Επιμένω στο θέμα αυτό διότι είναι κρίσιμο. Περιβάλλεται απ’ την ίδια σύγχυση του έρωτα με την αγάπη. Μπορούμε να ονομάσουμε την αγάπη : δέσμευση, αφοσίωση, αλληλεγγύη, σεξουαλική πίστη (fidélité), και να τα θεσμίσουμε αυτά, είναι άλλωστε θεσμισμένα με το λεγόμενο οικογενειακό δίκαιο. Δεν είμαστε όμως τότε στον έρωτα. Αγαπώ τη λέξη-έννοια ουτοπία. Δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική σκέψη χωρίς αυτή. Χωρίς την ενατένιση καταστάσεων που σήμερα μοιάζουν απίθανες. Έμοιαζαν μερικές έτσι μέχρι χτες, όπως η ισότητα των γυναικών – παρόλο που είναι πολλά να γίνουν ακόμα. Παγίωση όμως κι εξασφάλιση μιας ερωτικής σχέσης και του μέλλοντός της, με οποιονδήποτε θεσμό, είναι αποδεδειγμένη ουτοπία, είναι μια κακή ουτοπία.
Ο έρωτας συνδέεται και διαπλέκεται ακόμα με το ζεύγος, το γάμο (είναι πολύ πρόσφατο αυτό), την τεκνοποιία, την οικογένεια. Σ’ αυτό, δεν έχω να πω τίποτα, ο καθείς είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Με τούτο το λογικό και βιωματικό παράδοξο να μας τριγυρίζει στη ζωή : είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω, ακόμα και να διαλέξω τη δουλεία μου ! Το ερώτημα τι μπορεί να γίνει είναι τεράστιο, άλυτο ίσως στο χαρτί. Δεν είναι όμως αυτός λόγος για να μη λέμε και να μην παραδεχόμαστε κάποια πράγματα, απολύτως αληθινά.
Η φιλία δεν θεσμίστηκε ποτέ. Γιατί πρέπει να θεσμίζεται ο έρωτας ; Σύμφωνοι, η φιλία είναι άλλο πράγμα, αποτελεί και αυτή σχέση με τη δική της απόλυτη ιδιαιτερότητα. Η φιλία δεν … παράγει παιδιά. Αν όμως αυτός είναι ο λόγος της θέσμισης του έρωτα, τότε να βρούμε άλλους τρόπους δικαίου για να διασφαλίσουμε ό,τι διασφαλίζεται. Δεν θέλω και δεν μπορώ να μπω στις συζητήσεις για το σύμφωνο συμβίωσης, θεσμό ερωτικών σχέσεων χαλαρής δέσμευσης, ο οποίος επινοήθηκε κύρια για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Είχαν δίκιο τα ζευγάρια αυτά να ζητούν μια θεσμική εξασφάλιση έναντι μάλιστα άλλων παραδοσιακών δεσμών, όπως η οικογένεια. Αν π.χ. ένα ομοφυλοφιλικό ζεύγος χώριζε, για ό,τι είχαν αποκτήσει μαζί τα δύο μέλη του, είχαν περισσότερο λόγο οι αντίστοιχες οικογένειές τους παρά τα μέλη αυτά. Πολλοί ωστόσο, ακόμη και ομοφυλόφιλοι, που ήταν εναντίον κάθε θέσμισης των ερωτικών σχέσεων ως μάταιης, πρότειναν άλλους νομικούς τρόπους για να λυθεί το πρόβλημα αυτό.
Δύο λύσεις προτάθηκαν μπροστά στην «κρίση» που διέρχεται εδώ και πολλές δεκαετίες το ερωτικό ζεύγος-οικογένεια : να καταργήσουμε (για την οικογένεια) τον έρωτα που είναι πάθος, τρέλα, αρρώστια – έτσι ισχυρίζονται, και να τον αντικαταστήσουμε με την αγάπη, τη χριστιανική προφανώς αγάπη (Ντενί ντε Ρουζμόν, βλέπε σημ. 22). Δεύτερη λύση : να ξαναγυρίσουμε στο γάμο συμβόλαιο, στο γάμο διευθέτησης ή διακανονισμού (mariaged’arrangement), στο λογικό γάμο (mariage de raison) ! Κάτι που δεν γίνεται με τίποτα αφού οι άνθρωποι ερωτεύονται κι αυτό δεν γίνεται με συνοικέσιο. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Pascal Bruckner, σ’ ένα όμορφο βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο : Le mariage d’amour a-t-il échoué ? (Ο γάμος από έρωτα έχει αποτύχει ;), δεν αποκλείει ως πιθανότητα, ως μελλοντικό ενδεχόμενο, την επιστροφή δεσμών συμφέροντος (unions d’intérêt), που θα έχουν αποφασιστεί ελεύθερα από δύο άτομα (βλέπε σελ. 55-56 της γαλλικής έκδοσης, το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά).
Ποιοι είναι οι τρίτοι δρόμοι ; Τους δείχνει η ζωή. Είναι οι χίλιοι δρόμοι που έχουν ήδη ανοίξει μετά την ολοφάνερη αποσύνθεση της οικογένειας όπως την γνωρίσαμε, της πυρηνικής οικογένειας, η οποία δεν υπάρχει παρά μόνο διακόσια χρόνια. Όλα τα σχήματα «ανασύνθεσης»[34] έχουν υπάρξει, υπάρχουν, κι έχουν ήδη αποδείξει ότι αυτό που λένε οι συντηρητικοί για την αναγκαία ύπαρξη δύο πόλων (πατέρα και μητέρας, αρσενικού και θηλυκού) για την ομαλή διαμόρφωση των παιδιών δεν ισχύει. Η κοινωνία «ανατρέφει» σήμερα τα παιδιά και δεν είναι οι πόλοι και τα μοντέλα, αλλά οι σχέσεις που παίζουν τον κύριο ρόλο στην ανατροφή και την εκπαίδευση. Οι ψυχικοί τραυματισμοί μπορεί να είναι πιο βαθιοί και ισχυροί για παιδιά που εκκίνησαν μέσα σε μια οικογενειακή θαλπωρή και μετά κάποια χρόνια είδαν κι έζησαν τα φοβερά ξεσχίσματα και τις συγκρούσεις των γονιών τους, κάτι που τ’ ακολουθεί πολλές φορές όσο ζουν ή σε πολύ μεγάλο μέρος της ζωής τους.
Ως απάντηση στο γάμο από έρωτα, μπορούμε επιπλέον να πούμε ότι η οικογένεια είναι πια μια παρωχημένη αξία. Η θέση μου για την εγκατάλειψη αυτής της αξίας είναι radicalement φεμινιστική, ελεύθερη, και την έχουν διεκδικήσει ρεύματα του φεμινισμού (η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, σίγουρα). Πρόκειται για δύο ταυτόχρονα σημαντικές ιδέες : πρώτον, η ίδια η αλλαγή της θέσης των γυναικών στην κοινωνία – όπως και στην εργασία – αλλάζει τα πάντα ως προς την αξία οικογένεια· δεύτερον, οι διεκδικήσεις των ίδιων των γυναικών για ισότητα, αμφισβητούν την οικογένεια. Δηλαδή, αντλώ επιχειρηματολογία από συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις και υπαρκτούς αγώνες, και δεν προτείνω δικές μου ουτοπικές ιδέες. Η θεμελιώδης ιδέα όμως είναι ο έρωτας, όπως τον προσεγγίζω σ’ αυτό το κείμενο.
Το ερωτικό ζευγάρι και τα παιδιά «του»
Πολλά παιδιά, όχι όλα, αποτελούν «καρπό» (συνέπεια) μιας ερωτικής σχέσης. Διότι, όπως είπα παραπάνω, κάθε ερωτική σχέση εμπεριέχει την ενδεχομενικότητα (δυνατότητα-πιθανότητα) ν’ αποτελέσει πηγή τεκνοποιίας. Η ενδεχομενικότητα μπορεί να γίνει επιθυμία, θέληση, εκπλήρωση. Τι γίνεται στην περίπτωση αυτή με το παιδί ή τα παιδιά ; Θέμα δύσκολο να το θίξουμε. Αποτελεί όμως μέρος του έρωτα, κι είναι βιωμένη εμπειρία ουκ ολίγων.
Στην αντίληψη τη δική μου, «το παιδί του πόθου» (όπως τ’ ονόμασε ο Marcel Gauchet), αποτελεί ένα αυτόνομο υποκείμενο εξ ορισμού. Ενώ, αναντίρρητα, το παιδί αυτό είναι καρπός μιας σχέσης, δεν έχει να πει ή να κάνει πολλά πράγματα για τη σχέση αυτή. Να ένα παράδοξο. Δεν διάλεξε τη σχέση των γονιών του, που μπορεί να είναι βαθιά ερωτική, όπως δεν διάλεξε τον ερχομό του στον κόσμο. Απ’ τη στιγμή όμως που ήρθε στον κόσμο, κι ανεξάρτητα απ’ τη βοήθεια και τη διαπαιδαγώγηση που θα του παρέχουν οι γονείς, τούτο το παιδί είναι μια αυτόνομη ύπαρξη. Έτσι το θεωρώ τουλάχιστον εγώ. Όταν θα γίνει έφηβος και μετά ενήλικος, θα μπορέσει ίσως να έχει μια ιδέα γι’ αυτή τη σχέση. Αλλά κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης περιόδου της ζωής του, της κρίσιμης κι ευαίσθητης παιδικής ηλικίας, δεν έχει να πει και να κάνει κάτι σημαντικό. Άρα, η ομηρία στην οποία οι γονείς κρατούν τα παιδιά τους, είναι για τον παραπάνω επίσης λόγο απαράδεκτη. Όσο παράξενη κι αν φαίνεται, η ιδέα αυτή ανοίγει το δρόμο για να σκεφτούμε καλύτερα το πρόβλημα που όλοι ξέρουμε : πολλά παιδιά χρησιμοποιούνται απ’ τους γονείς τους ως αθύρματα πολλές φορές στις μεταξύ τους σχέσεις, και κυρίως μετά ενδεχόμενο χωρισμό. Τεράστιο, χωρίς τέλος, το θέμα του έρωτα.
Το παιδί αυτόνομη ύπαρξη ; Ναι ! Ας μη θεωρήσουμε τα κοινότοπα, όσο σημαντικά κι αν είναι, τα τετριμμένα κι αυτονόητα : να πιει το γάλα του, να μιλήσει, να περπατήσει. Ας μιλήσουμε για τα ουσιαστικά. Κανένας προσηλυτισμός σ’ οποιοδήποτε ζήτημα δεν επιτρέπεται για το παιδί από κανένα. Κανείς δεν είναι ιδιοκτήτης του στο κρίσιμο θέμα της δημιουργίας και της ανάπτυξης της ελεύθερης προσωπικότητάς του. Αυτό σημαίνει αυτόνομο υποκείμενο εξ ορισμού.
Η ενδεχομενικότητα παιδοποιίας που εμπεριέχει ο έρωτας-σεξουαλικότητα, στοιχείο της απόλυτης ιδιαιτερότητάς του – παρότι δεν υπάρχει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στις ομοσεξουαλικές σχέσεις –, έχει μεγάλη σημασία, διότι αποτελεί ίσως κύρια βάση της ιδιοκτησιακής μονογαμίας που προεκτείνεται στην «ιδιοκτησία» των παιδιών. Ας σημειώσουμε εδώ ότι μόνο η γυναίκα μένει έγκυος και κυοφορεί. Μας βοηθά επίσης να καταλάβουμε αυτό που ονομάζω γενετήσια φάση του έρωτα, στην οποία είμαστε ακόμα με τη μορφή ερωτικών σχέσεων που έχουν, εκτός των άλλων, την εισβολή ως κύριο χαρακτηριστικό της σεξουαλικής πράξης.
Στην αντιφατικά πολυποίκιλη εποχή μας, γίναμε μάρτυρες της κατάθεσης του αιτήματος των ομοφυλόφιλων ν’ αποκτήσουν «τα δικά τους» παιδιά. Θα ήθελα να πω συνοπτικά τη γνώμη μου. Ξεκαθαρίζω καταρχάς ότι, παρόλο που το αίτημα κατατίθεται από ένα μόνο μέρος ατόμων αυτής της κατηγορίας σεξουαλικού προσανατολισμού, θα ψήφιζα υπέρ στην απίθανη περίπτωση που θ’ αναγκαζόμουν να το κάνω. Διότι, όπως ο γάμος ομοφυλόφιλων, το αίτημα τίθεται ως δικαίωμα. Αυτό δεν μ’ εμποδίζει να παρατηρήσω τα εξής. Υπάρχει μια αντιδραστική, συντηρητική, λαθεμένη επιπλέον, κριτική σ’ ένα αίτημα, υπάρχει όμως και μια κριτική απελευθερωτική και ελευθεριακή. Πρώτη παρατήρηση που πρέπει να γίνει είναι ότι κοινωνικές ομάδες, όπως οι ομοφυλόφιλοι άνδρες και οι ομοφυλόφιλες γυναίκες, οι οποίες είχαν μια παράδοση μερικής τουλάχιστον αμφισβήτησης του καθιερωμένου ερωτικού φαντασιακού, υιοθετούν τώρα όλα τα κύρια χαρακτηριστικά του, και τουλάχιστον ένα μέρος τους διεκδικούν τη θέσμιση του έρωτα με γάμο και την απόκτηση «των δικών τους» παιδιών. Στην εποχή που αναδεικνύει τη θέση mariage pour personne, μέρος των ομοφυλόφιλων της Γαλλίας διεκδικεί το δικαίωμα του mariage pour tous. Διεκδίκηση αναντίρρητα συντηρητική. Δεύτερη παρατήρηση. Ο πόθος απόκτησης παιδιού ή παιδιών είναι κατανοήσιμος και σεβαστός. Είναι όμως μια επιθυμία που δεν μπορεί να εκπληρωθεί με κάθε μέσο. Ένας βασικότατος λόγος είναι ότι η επιθυμία αυτή δημιουργεί ή αφορά μια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό όμως που δεν μπορώ να καταλάβω είναι το μπλέξιμο του έρωτα, του ομοφυλοφιλικού στην περίπτωση που συζητάμε, με το γάμο που είναι καθεστωτική θέσμιση, την παιδοποιία και τελικά την παραδοσιακή οικογένεια. Γιατί τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια δεν σκέφτονται να κάνουν μικρούς φίλους αντί να διεκδικούν «τα δικά τους» παιδιά ; Νομοθετική κάλυψη εξασφάλισης υπάρχει ή είναι δυνατόν να δημιουργηθεί. Ωστόσο, όπως το έχουν ομολογήσει μερικά ομοφυλόφιλα ζευγάρια, η θέσμιση διά γάμου του έρωτά τους δεν αποβλέπει στο βάθος στη θεσμική εξασφάλιση αλλά στην αναγνώρισή τους ως ίδιους με τους άλλους. Αυτό, όμως, αντιβαίνει στις ίδιες τις προσπάθειές τους ν’ αναγνωρίζονται ως ιδιαίτεροι και διαφορετικοί. Ως ιδιαίτεροι και διαφορετικοί, πρέπει να γίνουν απολύτως σεβαστοί, και από μένα είναι.
Τι σημαίνει η εξαπάτηση, τι ακριβώς είναι η ερωτική «απιστία»
Έχω γράψει εδώ και πολλά χρόνια για την υποκρισία του παραδοσιακού ερωτικού φαντασιακού. Και πρόσφατα έγραψα ότι μια αποκρουστική έκφραση του ερωτικού λεξιλογίου είναι η φράση : «με απάτησες». (Έχει κι άλλες εκδοχές η φράση αυτή.) Αποτελεί τη μεγαλύτερη υποκρισία της επικρατούσας λογικής και ηθικής. Η ηθική αυτή δεν παύει να μας επαναλαμβάνει ότι η ερωτική σχέση δεν είναι μόνο το κρεβάτι. Είναι κάτι πιο ουσιαστικό θέλει να μας πει. Κι όμως, να η υποκρισία : όλα επιτρέπονται να τα κάνω με μια άλλη γυναίκα, άλλη από την ερωμένη εννοώ. Όλα, ακόμα κι αυτά που θεωρούνται πιο ουσιαστικά απ’ τη σεξουαλική πράξη. Θεωρούνται, άλλο αν πράγματι είναι. Π. χ. μια θεσπέσια συζήτηση ή έναν θαυμάσιο περίπατο. Αυτά δεν είναι απιστία. Απ’ τη στιγμή όμως που υπάρξει το κρεβάτι, υπάρχει απιστία και απάτη. Γι’ αυτό την ονομάζω απιστία του κρεβατιού.[35] Το γιατί αυτής της άλογης λογικής και της υποκριτικής ηθικής, το συζητώ σ’ όλο το κείμενο. Θα προσθέσω τώρα μερικές νέες σκέψεις.
Η εξαπάτηση δεν συνδέεται κυρίως και πρώτιστα με τη μη διαφάνεια, δηλαδή το ψέμα, και πιο συγκεκριμένα με το ότι δεν ομολογήθηκε. Γι’ αυτό και το κύριο δεν είναι αν ομολογείται ή όχι. Γι’ αυτό επίσης μερικοί δεν θέλουν να την ξέρουν. Μιλώ πάντα για την επικρατούσα λογική. Η εξαπάτηση σχετίζεται στενά με την ιδέα σύμφωνα με την οποία δεν είναι δυνατόν ν’ αγαπάμε αληθινά, πραγματικά (sic
), παρά έναν και μόνο, μία και μόνο. Μονογαμία. Άρα, με βάση αυτή την ιδέα, αν υπάρχει δεύτερος, κάποιος απ’ τους δύο είναι εξαπατημένος και, όπως λέει τουλάχιστον ένα λαϊκό τραγούδι, προδομένος[36]. Δηλαδή δεν αγαπιέται πραγματικά – έβαλα παραπάνω sic
μετά το πραγματικά, διότι ποιος ξέρει τι είναι σ’ αυτά τα πράγματα το αληθινό και το πραγματικό ; Κι έναν μόνο μπορεί ν’ αγαπάμε, και να μην είναι αλήθεια. Προδοσία, λοιπόν, είναι το πραγματικό όνομα της εξαπάτησης : αν πήγες με άλλον ή άλλη, τότε αναγκαστικά αγαπάς μόνο έναν ή μία από τους δύο, δεν είναι δυνατόν και τους δύο. Και όμως είναι απολύτως δυνατόν, όπως έχει δείξει, αν και όχι πολλές φορές, η ίδια η ζωή. Όχι πολλές φορές, διότι υπάρχει ακριβώς η απαγόρευση και η κοινωνική πίεση, αν όχι κατακραυγή, για τη διγαμία, τριγαμία, κ.ο.κ., πολυγαμία, για τον πολυερωτισμό.
Η λεγόμενη ερωτική απιστία – το γελοίο : «με απάτησες» – βασίζεται στο εξής παράλογο αξίωμα : η αγάπη ή ο έρωτας – εμφανίζεται πάλι εδώ η σύγχυση μεταξύ τους –απευθύνονται σ’ ένα μόνο υποκείμενο και μάλιστα έχουν την ίδια ένταση, δεν μπορεί να είναι μικρότερα ή μεγαλύτερα ή, πολύ απλά, διαφορετικά. Απ’ τη στιγμή, λοιπόν, που η αγάπη ή ο έρωτας απευθύνονται σε δύο υποκείμενα, ή απατούνε το ένα, δηλαδή δεν είναι αληθινά, είναι υποκριτικά και προδοτικά, ή απατούνε και τα δύο. Το καθιερωμένο ερωτικό φαντασιακό είναι έτσι ολοκληρωτικό, τυραννικό : οφείλεις να είσαι δοσμένος ολοκληρωτικά σ’ ένα μόνο πρόσωπο. Και ξανασυναντάμε τον Πλάτωνα που χαρακτηρίζει τον έρωτα τυραννικό συναίσθημα – έτσι είναι φτιαγμένο μέχρι τώρα. Συναντάμε τη μονογαμική σχέση, τη μονοδιάστατη σκέψη, το ολοκληρωτικό συναισθηματικό δόσιμο, κοντολογίς την αλλοτριωτική σχέση. Είναι αλλοτριωτική διότι αλλοτριώνει τον άνθρωπο που θα μπορούσε να ερωτεύεται το υποκείμενο Α, με ένταση της ανοικτής κλίμακας Ρίχτερ 7 βαθμών, το υποκείμενο Β με ένταση ανέμων 8 μποφόρ, και το υποκείμενο Ν, με ένταση 3 τριαντάφυλλων.[37] Éros
, c
’est oser donner la rose
. Γαλλική φράση που παίζει με τρεις λέξεις (éros
, oser
, rose
) φτιαγμένες με τα ίδια γράμματα, και σημαίνει : έρωτας είναι να τολμάς να δίνεις το τριαντάφυλλο. Το ρόδο που, ως γνωστόν, πολύ συχνά φτιάχνει ανθοδέσμη. Το ρόδο που έχει επίσης αγκάθι· ποτέ δεν θα κουραστώ να υμνώ τη λαϊκή σοφία : ξέρει την τραγικότητα του έρωτα. Δύσκολο να φτιαχτεί στα νεοελληνικά μια τέτοια φράση. Έφτιαξα την ακόλουθη : ο έρωτας είναι για να ερωτάς. Ατέλειωτο ερωτηματικό, ο ατελείωτος ο έρωτας.
Το μέλλον, αν όχι της ανθρωπότητας, τουλάχιστον πολλών ανθρώπων, είναι ο πολυερωτισμός. Έχει κατακτηθεί σήμερα ως διαχρονία, θα γίνει και συγχρονία, συγχορδία.
Πολυερωτισμός
Τίθεται έτσι το ερώτημα τι είναι για μένα ο πολυερωτισμός. Ο πολυερωτισμός δεν είναι ένα μοντέλο/πρότυπο ερωτικών σχέσεων, διότι έτσι κι αλλιώς δεν είμαστε – δεν είμαι – υπέρ κανενός. Δεν προσθέτει μια διέξοδο στις υπάρχουσες ερωτικές σχέσεις, δηλαδή την αποδοχή μιας κεντρικής σχέσης δύο ανθρώπων, γύρω απ’ την οποία θα περιστρέφονται κι άλλες. Και κυρίως, δεν μπορούμε να τον διανοηθούμε αν μείνει άθικτος ο πυρήνας, η βαθιά λογική, των καθιερωμένων ερωτικών σχέσεων. Ο πολυερωτισμός αμφισβητεί την καθιερωμένη σήμερα ερωτική σχέση στον πυρήνα της, που είναι η συγχρονική μονογαμία. (Η διαχρονική μονογαμία έχει καταργηθεί : σήμερα, δύσκολα δύο άνθρωποι σμίγουνε με όνειρο την διά βίου συμβίωση, ακόμα πιο δύσκολο είναι να ζητήσει ο ένας ή και οι δύο την παρθενία του άλλου. Υπάρχουν παρ’ όλ’ αυτά άνθρωποι που λένε : δεν θέλω να ξέρω την προηγούμενη ζωή σου, αλλά είναι λίγοι και όχι σοβαροί.)
Η κατάργηση της συγχρονικής μονογαμίας είναι μια αρχή. (Αρχή με την έννοια της θεμελιώδους κατεύθυνσης και όχι μόνο με την έννοια : ξεκίνημα.) Αρχή που αμφισβητεί, εκτός των άλλων, το ζεύγος. Έτσι, δεν μπορεί να περιγραφεί ως συγκεκριμένη πρακτική. Ούτε να της δοθεί μια φόρμα εξ αρχής και μια για πάντα. Έχω διαβάσει συνεντεύξεις πολυερωτικών της Γαλλίας. Τι λένε ; Π.χ., μια γυναίκα λέει ότι έχει δύο εραστές, οι οποίοι το ξέρουν, και η ζωή της εκτυλίσσεται μέσα σ’ αυτές τις δύο «ισότιμες» σχέσεις. (Ισότιμες : οι υπάρχουσες λέξεις δεν αρκούν για να περιγράψουμε νέες καταστάσεις· καμιά σχέση δεν μπορεί να είναι ίδια με μια άλλη, ούτε λοιπόν ίση. Για να εκφραστώ συνοπτικά, εννοώ : δύο ερωτικές σχέσεις.) Δεν χρησιμοποιώ τυχαία το παράδειγμα της γυναίκας, διότι άνδρας με δύο «ερωμένες» είναι κάτι πολύ καθιερωμένο, μόνο που είναι κρυφό κοινωνικά, ανομολόγητο διαπροσωπικά, και κυρίως δεν ξέρουμε αν πραγματικά η μία απ’ τις δύο είναι ερωμένη.
Κοντολογίς, η συγχρονική μονογαμία, πυρήνας της λογικής και της πρακτικής των ερωτικών σχέσεων σήμερα, όλων των τύπων των ερωτικών σχέσεων και όχι μόνο των ετεροσεξουαλικών, είναι αποδεκτή κοινωνικά και η μόνη δηλωμένη διαπροσωπικά. Σήμερα, επιτρέπεται η διαχρονική πολυγαμία (πολλές σχέσεις, στη διάρκεια του χρόνου όμως, όχι ταυτόχρονα), δεν είναι αποδεκτή η συγχρονική πολυγαμία (άλλο αν υπάρχει), κι αποτελεί μικρή μειονοτική αίρεση αυτό που θα λέγαμε ταυτοχρονική πολυγαμία (ο λεγόμενος ομαδικός έρωτας ή ακόμα αυτό που λέγεται στα γαλλικά échangisme).
Ο πολυερωτισμός είναι η συγχρονική «πολυγαμία» ανοικτή/διάφανη και δεδηλωμένη. Προσκρούω πάλι εδώ στη φτώχια του λεξιλογίου ή του μυαλού μου : πολυγαμία δεν είναι η καλύτερη λέξη. Είναι προφανές ότι την χρησιμοποιώ par contraste – ακριβώς αντίθετα – στη λέξη μονογαμία. Έτσι, κι ας είναι ταυτολογία, μπορούμε να το πούμε : πολυερωτισμός είναι πολλοί έρωτες ταυτόχρονα.
Έρωτας και πολιτική
Το τρυφερό θέμα έρωτας είναι ακραιφνώς πολιτικό, είπα στην αρχή. Είπα επίσης ότι η προσωπική μου εμπειρία δείχνει ότι οι πιο κλειστοί και συντηρητικοί άνθρωποι σ’ όλα τα ζητήματα της ιδιωτικής/προσωπικής σφαίρας είναι οι θεωρούμενοι ως πολιτικοποιημένοι, κυρίως της αριστεράς. Ήρθε η ώρα να το πούμε : συμβατική είναι η διάκριση δεξιάς-αριστεράς, και τινάζεται στον αέρα όταν μπαίνουμε στα μεγάλα θέματα της ζωής. Ας το πω σαφέστατα για τη δική μου ζωή : δεν περίμενα ποτέ τίποτα απ’ τη δεξιά, τώρα δεν περιμένω τίποτα ούτε απ’ την αριστερά. (Κι αυτό το «τώρα», έχει ηλικία τριών δεκαετιών.) Όλ’ αυτά πρέπει να μας βάλουν σε σκέψεις για το τι είναι η πολιτικοποίηση, άρα για το τι είναι η πολιτική.
Ονομάζω την πολιτική που επικρατεί σήμερα καθεστηκυία πολιτική. Αν υπάρχει ένα επιχείρημα-πραγματικότητα για ν’ αποδειχτεί ότι αυτή η πολιτική είναι άκρως καθεστωτική, υποστηρίζει δηλαδή σε βάθος το κοινωνικό καθεστώς, είναι τούτο : αρνείται να συζητήσει τα πιο ουσιαστικά ζητήματα της κοινωνίας και της ζωής μας.
Η ζωή μας είναι μικρή. Ποιος θ’ αρνηθεί ότι έχει αναγκαστικά το μεροδούλι-μεροφάι ; Αν και αυτό δεν τους αφορά όλους. Υπάρχουν οι έφηβοι, οι νέοι, τα παιδιά – γιατί όχι ; –, υπάρχουν οι γυναίκες που δεν εργάζονται, υπάρχουν όλοι τελικά, για να συζητούν και να ζουν τον έρωτα. Εδώ και τώρα, όχι στην ανύπαρκτη άλλη ζωή. Σαν κάτι χειρότερο από θρησκεία, η καθεστηκυία πολιτική σιωπά κι αρνείται επίμονα ν’ ανοίξει και μόνο ένας ουσιαστικός διάλογος για το σημερινό μονοδιάστατο ερωτικό καθεστώς. Η θρησκεία το έχει ανοίξει και το έχει ταυτόχρονα κλείσει το θέμα, μια για πάντα : ου μοιχεύσεις. Δεν χρειάζεται ν’αναφέρω τις συχνές δηλώσεις των «εκπροσώπων του Θεού επί της γης», σε μια χώρα που αναγνωρίζει ακόμα συνταγματικά «επικρατούσα» θρησκεία. Ακόμα και για το γεγονός αυτό σιωπούν οι καθεστωτικοί της πολιτικής, οι «πολιτικοποιημένοι».
Διάλογος όμως σημαίνει δημοκρατία. Και δημοκρατία ως προς το καθαρά πολιτικό ζήτημα έρωτας, σημαίνει ρητή και κατηγορηματική άρνηση να επιβληθεί το οποιοδήποτε μοντέλο/πρότυπο ερωτικής ζωής στην κοινωνία. Μοντέλο σήμερα, σε γενικές γραμμές, υπάρχει. Αυτό πρέπει να συζητηθεί και ν’ ανατραπεί για να ανθίσουν χίλια ρόδα, και να λάμψουν μύρια χρώματα κι οι αποχρώσεις τους. Δημοκρατία είναι, μαζί με πάρα πολλά άλλα, η αναγνώριση της ετερότητας, της ιδιαιτερότητας, της διαφορετικότητας.
Διότι το ακριβώς αντίθετο φαινόμενο έχει ήδη εμφανιστεί στην πρόσφατη ιστορία. Θεωρήθηκε πολιτική η προσπάθεια να επιβληθούν κρατικά ολοκληρωτικοί τρόποι ζωής, ντυμένοι με την ομοιομορφία της μονόχρωμης στολής. Σπέρμα του αποτελεί αυτό που εμφανίζεται, παντού αλλά και στην Ελλάδα όπου έχουμε συνηθίσει να κομματικοποιούμε τα πάντα, με πρωτοβουλίες που θίγουν ένα επιμέρους ερωτικό θέμα και ταυτόχρονα ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κομματική άποψη και δέσμευση. Αυτά τα δύο δεν είναι συμβατά. Είναι άλλο το ορθό φεμινιστικό σύνθημα : το προσωπικό είναι πολιτικό, κι εντελώς άλλο : το προσωπικό μέσα σ’ έναν κομματικό φορέα. Δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα ν’ ανθίσει ο διάλογος για τον έρωτα όταν οι άνθρωποι καταλάβουν ότι εντάσσονται ταυτόχρονα σε μια κομματική λογική.
Ο έρωτας ως βαθύ πολιτικό ζήτημα, ως πολιτική πράξη απελευθέρωσης και ελευθερίας, απορρίπτει την καθεστηκυία πολιτική, και τα κόμματα που είναι όλα καθεστωτικά αφού εντάσσονται πλήρως σ’ αυτή. Την απορρίπτει διότι πολιτικοποίηση μέσω αυτής σημαίνει δουλεία και ανελευθερία. Σημαίνει αποσιώπηση των κρίσιμων θεμάτων της ιδιωτικής σφαίρας, τα οποία δεν άγγιξε ποτέ ουσιαστικά η καθεστηκυία πολιτική, διότι θέλει δήθεν ν’ αλλάξει την κοινωνία, χωρίς όμως τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους. Στην ουσία, μόνο η εναλλαγή στην κυβερνητική «εξουσία» την ενδιαφέρει. Κι όταν άγγιξε τα θέματα αυτά, μερικά κι αποσπασματικά, ήταν για να επιβάλει τις δικές της θεσμικές λύσεις.
Στην δημοκρατική πολιτική της αυτονομίας, η απελευθέρωση και η ελευθερία του έρωτα, αρχίζουν εδώ και τώρα. Εντάσσονται σίγουρα σε μια προοπτική αυτόνομης, ελεύθερης, κοινωνίας, για την οποία αγωνιζόμαστε ως αυτόνομοι κι ελεύθεροι πολίτες. Αλλά σε καμιά περίπτωση, αυτή η προοπτική ως ορίζοντας, δεν κρύβει τον ουρανό του έρωτα – και της φιλίας – που βλέπουμε κάθε μέρα. Είτε συννεφιασμένος και μουντός, είτε γαλανός ή έναστρος, είναι ο ουρανός μας !
Έμπνευση
Ποιο είναι το λογοτεχνικό είδος του έρωτα ; Η ποίηση !
Ο έρωτας εμπνέει. Το μαρτυρά η ποίηση του Καβάφη, ως γραφή και ως ζωή. Έχω πάντα, απ’ τα νεανικά μου χρόνια, το κλασικό βιβλίο με τα Ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Περιέχει 154 ποιήματα. Τα μισά σχεδόν είναι για τον έρωτα, και απ’ αυτά τα μισά ομολογούν ως πηγή της έμπνευσής τους τον έρωτα :
Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω…
Μα έτσι εσβύσθη πια… σαν τίποτε δεν απομένει –
γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.
Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί…
Εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν ; – η βραδυά…
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά…
Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί. (Ποίημα Μακρυά, 1914.)
Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος –
πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των.
…
Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο
μορφόνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,
σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή. (Ποίημα Νόησις, 1918.)
Ο έρωτας εμπνέει. Το μαρτυρά όλη η ζωή και όλη η ποίηση της ζωής μέχρι την τελευταία της πνοή. Γι’ αυτό και τούτο το κείμενο χαρίζεται στην έμπνευση.
νίκος ηλιόπουλος
Παρίσι, Ιούνιος-Ιούλιος 2014, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2015
Σημειώσεις
[1]. Είμαστε μαζί σε συμπόσιο και συνομιλούμε, λέγεται συνουσία στ’ αρχαία ελληνικά. Η λέξη συνουσία είχε και δεύτερη σημασία, αυτή μόνο έμεινε στα νέα ελληνικά. Ο Πλάτων στο Συμπόσιον χρησιμοποιεί και την πρώτη (176e) και τη δεύτερη (206c) σημασία της λέξης. Σ’ αυτό το συμπόσιο, «εν οίνω συνουσία», ακούγεται το ρήμα πινω που θυμίζει ηχητικά το ρήμα βινω. Αποτελεί ίσως έναν καλό τρόπο να πίνουμε παρέα και να συζητάμε για τον έρωτα και τη συνουσία.
[2]. Η μοίρα μου θέλησε να μη συναναστραφώ πολλούς άλλους.
[3]. Την ίδια ώρα, στους μαρξίζοντες σείεται η κοσμοαντίληψη : εμείς θέλουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, για τον εαυτό μας θα νοιαστούμε τώρα ; Συμπέρασμα αυτής της λογικής : σ’ έναν αλλοτριωμένο κόσμο, δεν πειράζει αν μένουμε αλλοτριωμένοι. Ως διά μαγείας και εν μια νυκτί θα γίνουμε απελεύθεροι με την έλευση της σωτήριας επανάστασης ως Δευτέρας Παρουσίας.
[4]. Το ποίημα του Λουί Αραγκόν Il n’y a pas d’amour heureux, μελοποίησε ο μεγάλος γάλλος ποιητής και τραγουδοποιός Ζωρζ Μπρασένς. Ένα απ’ τα σπάνια τραγούδια του που δεν έχει δικούς του στίχους.
[5]. Στο αμφισεξουαλικότητα θ’ αντιστοιχούσε το ετεροσεξουαλικότητα και το ομοσεξουαλικότητα. Και να που με τον όρο ομοφυλοφιλία, η νεοελληνική γλώσσα αποδεικνύεται πιο ευγενής απέναντι στους ομοφυλόφιλους απ’ τη γαλλική, η οποία με το homosexuel λες κι αναγνωρίζει μόνο το σεξ με το ίδιο φύλο, όχι και το συναίσθημα. (Αυτό ακριβώς λένε άλλωστε και τα λεξικά της νεοελληνικής !) Κι αυτό βέβαια σε αντίθεση με το γεγονός ότι η γαλλική κοινωνία είναι σήμερα σαφώς πιο απελευθερωμένη απ’ την ελληνική ως προς την ομοφυλοφιλία. Homoérotisme(oμοερωτισμός) θα ήταν ο ορθός όρος, ο οποίος άλλωστε χρησιμοποιείται από μερικούς γαλλόφωνους συγγραφείς. Δεν καταλαβαίνω γιατί το καλά μεταφρασμένο γενικά Λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης, αποδίδει με αμφιφυλία τον όρο bisexualité· αμφιφυλοφιλία είναι η ορθή απόδοση. Βλέπε Ζαν Λαπλάνς και Ζ.-Μπ. Πονταλίς, Λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης, Κέδρος, Αθήνα 1986, σελ. 23.
[6]. Ο Moses I. Finley γράφει : «Το κανονικό (νορμάλ) μοντέλο ήταν η αμφιφυλοφιλία (αμφισεξουαλικότητα), κι έτσι συνυπήρχαν δύο συμπληρωματικοί θεσμοί : η οικογένεια που επιφορτιζόταν με τις πλευρές που μπορούμε να πούμε υλικές· η παιδεραστία και οι παλλακίδες που κάλυπταν τις συν-αισθηματικές και, ώς ένα βαθμό, τις διανοητικές πλευρές της ιδιωτικής ζωής του κάθε άνδρα.» Moses I. Finley, Les anciens Grecs Une introduction à leur vie et à leur pensée, Παρίσι, La Découverte, 1984, σελ. 131. Η μετάφραση είναι δική μου.
[7]. Η διατύπωση ανήκει στον Ιωάννη Συκουτρή, από τον Πρόλογο στο Πλάτωνος Συμπόσιον, σελ. 57*.
[8]. Το λέει σαφέστατα ο Δημοσθένης, σ’ ένα περίφημο χωρίο του κειμένου Υπέρ Νεαίρας, χωρίο που έχουν αναφέρει και σχολιάσει πολλοί. Θ’ αρκούσε όμως η ανάγνωση των πρώτων στίχων της Ιλιάδας, για ν’ ακούσουμε τον Αγαμέμνονα να διεκδικεί ανοικτά δύο γυναίκες για το … κρεβάτι του και όχι μόνο : η μία είναι η άλοχος (η νόμιμη ας πούμε), η δεύτερη είναι το γέρας του πολέμου. Βλέπε Ιλιάδα, Α, 29-31 και 113-115.
[9]. Προφανέστατα σ’ αυτή την περίπτωση, ο όρος «ομοφυλοφιλία» αποτελεί αναχρονισμό : την ερωτική έλξη επίσης προς και από τ’ αγόρια εννοώ. Το «επίσης», για τον Σωκράτη είναι σίγουρο, διότι του άρεσαν κι οι γυναίκες. Για τον Πλάτωνα, δεν ξέρω.
[10]. Δεν είναι άλλος από τον γενναίο Ιωάννη Συκουτρή. Βλέπε το έργο που αναφέρω στη σημείωση 7, σελ. 65*.
[11]. Διατύπωσα αυθόρμητα και μ’ έκπληξη τη γνώμη ότι η έκφραση «κάνω έρωτα» είναι κακή, άσχημη. Κι ίσως αυτό εκπλήξει. Είχα ήδη γράψει μερικά επιχειρήματα. Στην τελευταία γραφή του κειμένου, διαπιστώνω με νέα έκπληξη ότι, χωρίς υπερβολή, χρειάζεται ένα νέο κείμενο για να σκεφτούμε αυτή τη φράση. Διότι ακριβώς θέτει εκ νέου επί τάπητος όλα τα ζητήματα του έρωτα και μιας εργαλειοποίησής του θα λέγαμε μέσω μιας αθώας φράσης της καθομιλουμένης, που όλοι μας έχουμε ανύποπτοι προφέρει. Είμαι όμως απ’ αυτούς που θεωρούν ότι οι εκφράσεις δεν είναι αθώες. «Κάναμε έρωτα», σημαίνει σαφέστατα ότι επιτελέσαμε τη σεξουαλική πράξη. Προφανώς, το «κάνω έρωτα», αντικαθιστά τα «πορνογραφικά» : γαμάω, γαμηθήκαμε, να γαμηθούμε. Μπορούμε όμως να κάνουμε έρωτα όπως κάνουμε μια δουλειά ή … μια καλή πράξη ; Ο έρωτας γίνεται, για να τον κάνουμε, είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε ; Δεν κάνουμε άραγε έρωτα, όταν φιλιόμαστε στο δρόμο ή περπατάμε χέρι-χέρι ; Μπορούμε να κάνουμε έρωτα μέσα στον έρωτα ; Να μερικά ερωτήματα, υπάρχουν και πολλά άλλα. Επιπλέον, η φράση από μόνη της κολλάει στα πάντα : «Με την Χ, έχω κάνει έρωτα.» Είναι επίσης ουδέτερη, αδιάφορη : ένα αντρόγυνο που ζει 100 χρόνια μαζί μπορεί να πει : «κάναμε έρωτα». Το πρόβλημα είναι ότι με το ρήμα «κάνω» φτωχαίνει ο έρωτας όλος, και χάνει την ανεξάντλητη αυθεντικότητά του, αφού ανακοινώνεται ως συγκεκριμένη πρακτική. Δεν υπάρχει λύση. Δεν υπάρχει διέξοδος, παρά μόνο αν διαλύσουμε την πράξη με τον μονοδιάστατο, σχεδόν στιγμιαίο, χαρακτήρα της. Δεν είμαι γλωσσοπλάστης, αν και θα το ήθελα. Μπορούμε ωστόσο να καταργούμε κάτι, εν προκειμένω μια έκφραση, χωρίς να προτείνουμε κάτι άλλο που θα ήταν ίσως επίσης μονοδιάστατο. Ο καθείς και οι λέξεις του. Υπόσχομαι να γράψω το κείμενο για τη φράση, κι ο τίτλος του θα είναι : Με το ρήμα κάνω ο έρωτας όλος.
[12]. Για την ευχαρίστηση της γνώσης, και παράλληλα για να κάνουμε τη σύγκριση ή να διαπιστώσουμε τη μίμηση, αναφέρω ότι ένα ρήμα για τον οργασμό και την εκσπερμάτωση του άνδρα είναι στα γαλλικά finir : τελειώνω (δες λογοτεχνικά γραπτά).
[13]. Υπάρχουν σοφοί, που προχώρησαν την ανθρωπότητα, Φρόυντ, Ράιχ, υπάρχουν άλλοι λιγότερο γνωστοί που συνέβαλαν στην απομυθοποίηση των απόψεων των μεγάλων σοφών. Ας διαβάσουμε το βιβλίο, αν και η μετάφρασή του στα ελληνικά είναι κακή, Η νέα ερωτική αναρχία (αταξία, είναι στα γαλλικά). Πρωτότυπη έκδοση : Pascal Bruckner, Alain Finkielkraut, Le nouveau désordre amoureux, 1977.
[14]. Είναι απολύτως σίγουρο ότι οι άνθρωποι είχαν σεξουαλικές σχέσεις χωρίς να ξέρουν πώς έρχονται στον κόσμο τα παιδιά. Βλέπε και σημείωση 20.
[15]. Αναφέρομαι σε μια διάσημη φράση των Μαρξ και Ένγκελς, απ’ το έργο τους Η γερμανική ιδεολογία. Η φράση αυτή είναι : «Η φιλοσοφία ως προς την εξέταση του πραγματικού κόσμου είναι ό,τι ο αυνανισμός ως προς τη σεξουαλική πράξη.» Αφήνω εδώ το ερώτημα για ποια φιλοσοφία μιλάνε οι δυο ιδρυτές του μαρξισμού, ο οποίος αποτελεί βαριά φιλοσοφία της ιστορίας συν τοις άλλοις. Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο να καταλάβουμε τις ιδέες – αν είχαν – των δυο αυτών επαναστατών για τον έρωτα. Διότι απ’ τις λίγες αναφορές τους στο θέμα αυτό, συμπέρασμα σαφές δεν βγαίνει. Στη φράση τους αυτή, η σύγκριση που κάνουν μαρτυρά μια κοινότοπη αντίληψη των πραγμάτων, με την οποία εύκολα θα συμφωνούσαν πολλοί. Αν ξύσουμε λίγο την απαστράπτουσα επιφάνεια, κι εφόσον μιλούν για τον «πραγματικό κόσμο», θα βρούμε από κάτω μια συντηρητική και χυδαία αντίληψη τόσο για τον αυτο-ερωτισμό όσο και για την ερωτικο-σεξουαλική συνεύρεση. Η τελευταία, σε όποιες συνθήκες κι αν γίνεται, ανακηρύσσεται σαφώς καλύτερη απ’ τον αυτο-ερωτισμό, σε όποιες συνθήκες κι αν γίνεται. Ο «πραγματικός κόσμος» δεν είναι μάλλον έτσι. Κι αν επιχειρήσετε να τον εφαρμόσετε στην πραγματική ζωή των ανθρώπων, όχι μόνο των παιδιών ή των εφήβων, θα έχετε δυσάρεστες εκπλήξεις. Διότι στους ανθρώπους η ηδονή της παράστασης και της φαντασίας έχει αντικαταστήσει την ηδονή του οργάνου. Οι δυο ιδρυτές του μαρξισμού δεν ξέφυγαν ούτε σ’ αυτό απ’ τη διπολική και κάθετη λογική του μαύρου-άσπρου που χαρακτηρίζει όλο το έργο τους. Η διάσημη φράση βρίσκεται στο δεύτερο μέρος της Γερμανικής ιδεολογίας, το οποίο δεν ξέρω αν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Στη γαλλική έκδοση βρίσκεται στην ενότητα Le Concile de Leipzig – III. Saint Max, σελίδα 269.
[16]. Όλοι εμείς, οι αριστεροί, κι οι επαναστάτες ακόμα περισσότερο, βακαυλιζόμαστε, συγγνώμη βαυκαλιζόμαστε ήθελα να πω, ότι είμαστε εναντίον του καθεστώτος, λέμε ότι το φτύνουμε, και θέλουμε να το αλλάξουμε, αλλά ζούμε ώς τα μπούνια φορτωμένοι με πολλά ουσιαστικά στοιχεία του. Πάει καιρός που εγκατέλειψα κάθε τίτλο.
[17]. Ας μου επιτραπεί να παραθέσω εδώ, χωρίς σχολιασμό, μια σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη : είναι αλήθεια για την αγάπη της μάννας ότι «το κάθε παιδί έχει το μερίδιό του και την έχουν όλα ολόκληρη», όπως θα έλεγε ο Victor Hugo, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι δεν μπορούμε να είμαστε τρελά ερωτευμένοι με τρία άτομα ταυτόχρονα, μπορεί μερικές φορές να ταλαντευόμαστε μεταξύ δύο, αλλά τρία, αρχίζει να γίνεται παράξενο. Η σκέψη αυτή διατυπώνεται σ’ ένα απ’ τα τελευταία σεμινάρια της ζωής του, που ήταν σεμινάρια «φιλοσοφικής ανθρωπολογίας» για μια «θεωρία» της ψυχής (1993-1994), και είναι αδημοσίευτα μέχρι τώρα. Ήταν τότε κάπου 72 χρονών.
[18]. Όπως ήδη είπα, σημαίνει τούτο : η σεξουαλική πράξη έχει ως επίκεντρο τα γεννητικά όργανα και ως υπέρτατο σκοπό τον οργασμό και την εκσπερμάτωση, σαν ν’ ανταποκρίνεται ακόμη στη «γενετήσια ορμή». Πρόκειται για ένα γεννητικό ή γενετήσιο μοντέλο. Αυτό το μοντέλο δεν επιτρέπει ν’ αναδειχτούν όλες οι αφάνταστες ηδονές που θα μπορούσαμε ν’ απολαύσουμε αν δεν επικεντρώναμε τα πάντα στη διείσδυση και την εκσπερμάτωση. Παράλληλα, όμως, υποψιάζομαι, υποθέτω, σκέφτομαι, ότι πίσω απ’ αυτό το μοντέλο κρύβεται, εν μέρει τουλάχιστον, η εξήγηση της μονογαμίας και της κτητικότητας του ερωτικο-σεξουαλικού αντικειμένου του πόθου μας. Ονομάστηκε αντικείμενο ! Είναι υποκείμενο που ποθεί και αυτό.
[19]. Βλέπε το βιβλίο του Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους. Υπάρχει στο Διαδίκτυο.
[20]. Émile Durkheim, «La prohibition de l’inceste et ses origines» (1896-1897). Το σημαντικότατο αυτό άρθρο του πατέρα της γαλλικής κοινωνιολογίας, βρίσκεται στο Διαδίκτυο, σ’ ελεύθερη πρόσβαση και téléchargeable, στην καναδέζικη ιστοσελίδα Les classiques des sciencessociales, όπου μπορούμε να βρούμε όλα τα κλασικά έργα των «επιστημών του ανθρώπου» των οποίων οι συγγραφείς έχουν πεθάνει πριν 50 χρόνια και πάνω. Ονομάζω την απαγόρευση ενδο-τοτεμική, διότι αφορά τα μέλη μιας ομάδας (clan είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Durkheim) η οποία φέρει κοινό τοτέμ. Η απαγόρευση αυτή δεν έχει καμιά σχέση ούτε με την οικογένεια (όπως εννοείται πολύ αργότερα), ούτε με την τεκνοποιία, διότι συναντάται σε φυλές που δεν ήξεραν καν πώς γεννιούνται τα παιδιά.
[21]. Στη Γερμανία έγινε πρόσφατα μια συζήτηση απ’ αφορμή την πρόταση του Συμβουλίου ηθικής υπέρ της αποποινικοποίησης της ερωτικο-σεξουαλικής σχέσης μεταξύ αδελφού και αδελφής. Είναι χρήσιμο να διαβαστούν τα επιχειρήματα αυτής της πρότασης. Οι «συμμίξεις γονέων» ενήλικων έχουν αποποινικοποιηθεί στη Γαλλία απ’ το 1791, και ο γάμος ανάμεσα σε πρώτα ξαδέλφια επιτρέπεται.
[22]. Μπορούμε να διαβάσουμε τα δύο βιβλία που θεωρούνται κλασικά στο είδος τους : Denis de Rougemont, L’amour et l’Occident και AndersNygren, Éros et agapè. Είμαστε όλοι χριστιανοί στον έρωτα, κυρίως οι παντρεμένοι. Το πρώτο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά : Ντενί ντε Ρουζμόν, Ο Έρως και η Δύση, μετάφραση Μπάμπη Λυκούδη, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2002.
[23]. Το ερώτημα ως προς την έκφραση «σ’ αγαπώ», δεν είναι τόσο απίθανο. Θάθελα αυτήν την ιστορία να την πω. Φίλος μού μήνυσε πως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει δηλώσει ότι δεν έχει πει ποτέ το «σ’ αγαπώ». Θα βρούμε πράγματι εύκολα στο Διαδίκτυο δύο συνεντεύξεις του ποιητή μέτριος που είναι, στις οποίες μιλά ελεύθερα για την προσωπική του ιστορία. Στην πρώτη, του 2007, λέει ότι έχει πει το «σ’ αγαπώ» μια-δυο φορές. Και προσθέτει : «Και τι έγινε ; Είναι βλακεία.» Ο Χριστιανόπουλος ομολογεί ότι ερωτεύτηκε δώδεκα φορές μόνο, και μάλιστα πολύ έντονα, αλλά μόνο μία φορά υπήρξε ανταπόκριση, κι αυτός ο έρωτας «ήταν ο χειρότερος !» (γέλια). Συμπληρώνει : «Έρωτας είναι αυτό που ποθείς … και μόλις το κατακτάς είναι σα να μην υπάρχει.» Στη δεύτερη συνέντευξη, του 2014, λέει για το «σ’ αγαπώ» : «Το θεωρώ γελοίο. Δεν δέχτηκα να το πω. Ποτέ δεν έχω πει τέτοιο πράγμα. Η επίδειξη αγάπης είναι και λίγο ενοχλητική.» Παραδέχεται ότι επιθύμησε να είναι μαζί μ’ έναν άνθρωπο για πολύ καιρό, αλλά αυτό δεν έγινε και το θεωρεί καλύτερο διότι «έρωτες διαρκείας δεν υπάρχουν.» Διάβασα πολλές φορές τις δύο συνεντεύξεις του Χριστιανόπουλου, που φαίνεται να μη θυμάται στη δεύτερη τι έχει πει στην πρώτη. Για να μην πολυλογώ, αυτά που λέει κι όλη η αντίληψή του για τον έρωτα, δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτά που υποστηρίζω. Ας πω καταρχάς ότι ο ποιητής παραμένει χριστιανόπουλο, όπως σαφέστατα προκύπτει απ’ τη δεύτερη συνέντευξη : λέει ότι κοινώνησε. Δεν είναι η ώρα για μια συνολική αποτίμηση της ποίησής του, αλλά το ποίημα Ενός λεπτού σιγή, μελοποιημένο απ’ τον Μάνο Χατζιδάκι, απηχεί σε μεγάλο βαθμό την άποψή του για τον έρωτα. Σε πλήρη αντίθεση με τον Καβάφη, ως ποιητής ο Χριστιανόπουλος στην ουσία απορρίπτει, ενοχοποιεί, ή τουλάχιστον φοβάται τον έρωτα. Ενώ κάνει τη διαπίστωση του γεγονότος ότι οι έρωτες δεν διαρκούν, δεν φτάνει στη σύνθεση-υπέρβαση να δεχτεί τη θνητότητα του έρωτα, εξού και η θέση του ότι δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες στην οποία όμως το «ευτυχισμένοι έρωτες» είναι συνώνυμο με τους έρωτες που διαρκούν. Άρα, δεν αλλάζει τίποτα στην ισχύουσα λογική η οποία συνδέει την ευτυχία με τη διάρκεια και μάλιστα με … την αιωνιότητα. Κανένας έρωτας δεν διαρκεί, όπως και η ζωή μας ! Κι εδώ θα μπορούσαμε, μαζί με τον Καστοριάδη, που λέει ότι προϋπόθεση της αυτονομίας είναι η αποδοχή της θνητότητάς μας, να πούμε τούτο : προϋπόθεση να ζήσουμε τον έρωτα, που είναι από μόνος του χαρά και μύρο της ζωής μας, είναι η αποδοχή της θνητότητάς του. Θα ήθελα ωστόσο να ξεκαθαρίσω ότι, όταν λέω πως ο έρωτας δεν είναι του «σ’ αγαπώ», αλλά του «σε ποθώ», του «μου αρέσεις», είναι θεωρητική ας πούμε εκτίμηση, και δεν είναι ηθική διδαχή αν πρέπει ή όχι να λέμε κάποιες φράσεις.
[24]. Allan Bloom, L’Amour et l’Amitié, éditions de Fallois, Παρίσι 1996, σελίδες 421, 815 και 821 αντίστοιχα. Η μετάφραση είναι δική μου.
[25]. Μια έρευνα της χρησιμοποίησης των τριών διακριτών ρημάτων : εράω (έρως), φιλέω (φιλία, φιλότης), αγαπάω (αγάπη), στην αρχαιοελληνική γραμματεία, θα έδειχνε ότι δεν ήταν κυρίως η αρχαιοελληνική σοφία αλλά ο κοινός νους που ξεχώριζε τρία διαφορετικά πράγματα, τρία διαφορετικά συν-αισθήματα, τρεις διαφορετικές ανθρώπινες σχέσεις που δηλώνουν τα ρήματα αυτά : έρως-σεξουαλικότητα, φιλία, σχέση αγάπης. Όσο κι αν είναι τα σύνορά τους, μερικές φορές, συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα, άλλο τόσο κι ο πιο πτωχός τω πνεύματι καταλαβαίνει, εκτός κι αν είναι χριστιανός, ότι ο φίλος μου ο Πέτρος δεν είναι εραστής μου, και ότι αγαπούσα τη μάννα μου την οποία ποτέ δεν μπόρεσα να φανταστώ ως ερωμένη. Επειδή επιπλέον δεν ξέρω ούτε θα μάθω ποτέ τι σημαίνει «πλατωνικός έρως», δεν είχα ποτέ ερωμένη που … να μην το ξέρει.
[26]. Να βάλουμε στη θέση της λέξης «πνευματική» (σχέση) τη λέξη «διανοητική» ; Τα ίδια και χειρότερα ερωτήματα ξεπηδάνε. Να πούμε ότι είναι κάτι πολύ απλό : η συννενόηση ; Γιατί χρειάζεται να συννενοηθώ τι φαγητό θα φάω σήμερα ; Μπορεί η ερωμένη (ας μην την πω συμβία) να φάει μια σαλάτα κι εγώ κρέας. Πού είναι το πρόβλημα ; Απ’ την υπερβολή θα βγει, σε μερικά πράγματα, μια αλήθεια. Απ’ τη ζωή, δηλαδή. Οριακά, τίποτα από αυτά που λέμε πνευματικά ή διανοητικά δεν μπορεί ούτε να χωρίσει ούτε όμως να ενώσει δυο ανθρώπους. Η πείρα βρίθει από τέτοια παραδείγματα. Ας πούμε τότε τη φράση που είπε κάποιος σοφός για το έθνος, ότι είναι δημοψήφισμα κάθε μέρας. Η ερωτική σχέση χτίζεται, δημιουργείται, αναπνέει, και δυο ανάσες μπορεί και να μη συμπίπτουν ανά πάσα στιγμή. Μπορεί και να σβήσουν.
[27]. Εφιστώ την προσοχή, διότι έχω ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα αυτό. Δεν έχει απολύτως καμιά σχέση ο φεμινισμός, ή ο αντι-φεμινισμός, με την επισήμανση κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων των δύο φύλων. Δεδομένης εννοείται της θεμελιώδους φεμινιστικής θέσης περί της πλήρους, και αδιαπραγμάτευτης, ισότητας των δύο φύλων. Ίσα-ίσα, τα δύο φύλα, και κυρίως οι γυναίκες, μέσα στα πλαίσια αυτής της ισότητας, διεκδικούν τις ιδιαιτερότητές τους. Δεν προέρχονται αυτές μόνο απ’ το φύλο, αλλά κυρίως απ’ τις ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες και καταστάσεις. Το πώς πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται κάθε ιδιαιτερότητα, είναι κυρίως βαθύ πολιτικό ζήτημα. Αρχίζουν απ’ τις πιο απλές και πάνε μέχρι τις πιο σύνθετες. Μια έγκυος γυναίκα είναι … μια έγκυος γυναίκα. Αν πρέπει ν’ απολυθεί απ’ την εργασία της ή να πάρει άδεια, αυτό, ναι, είναι πολιτικό ζήτημα. Πιο σύνθετο παράδειγμα. Κατά την υπέροχη αρχαιοελληνική «μυθολογία» (έτσι την λένε, θα μπορούσε να λέγεται σοφία), μόνο ο Τειρεσίας είχε νιώσει και τους δύο οργασμούς. Και τους συνέκρινε. Θα βρούνε την ετυμηγορία όσοι ψάξουν. Δεν νομίζω να θέλει κάποιος να καταργήσει αυτή την ιδιαιτερότητα, εν ονόματι της ισότητας των φύλων. Και για να έρθουμε, μετά την παραπάνω εισαγωγή, στο κοινωνικό ζήτημα που έθιξα, κοινωνιολογικές έρευνες αλλά και προσωπικές εμπειρίες το επιβεβαιώνουν : οι γυναίκες θέλουν περισσότερο απ’ τους άνδρες την τρυφερότητα – ας το πούμε έτσι. Εκεί που ο άνδρας περνά εύκολα στο … προκείμενο, η γυναίκα δεν είναι τόσο έτοιμη ν’ ακολουθήσει. Δεν είναι μειονέκτημα, δεν είναι πλεονέκτημα, είναι ιδιαιτερότητα. Ιστορικο-κοινωνικοί λόγοι έχουν δημιουργήσει αυτή τη ξεχωριστή συμπεριφορά ερωτισμού των δύο φύλων. Προφανώς και δεν θα βάλουμε την πολιτική να την αλλάξει. Ο καθείς, και η καθεμιά, ας κάνει ό,τι επιθυμεί. Επισημαίνω ότι μερικές φεμινίστριες εννοούν ως ισότητα των γυναικών την ισοπεδωτική ή μιμητική εξίσωσή τους με τους άνδρες. Χρειάζεται μάλλον μια ορισμένη αποδραματοποίηση της σεξουαλικής πράξης, εφόσον υπάρχει αμοιβαίος πόθος, όπως άλλωστε δείχνει η πραγματική εμπειρία. Όσο για την έκφραση «κάνω έρωτα», δίπλα στην οποία έγραψα sic, δείγμα αμφισβήτησης και σαρκασμού, και η οποία αφορά προφανώς και τα δύο φύλα, έγραψα στη σημείωση 11 μερικές πρώτες σκέψεις.
[28]. Βρίσκω την ευκαιρία να το πω. Δεν θα γίνουμε πιο σοφοί με την ανάγνωση και μόνο βιβλίων. Υπάρχουν όμως μερικά που αξίζει να διαβάζουμε. Κλασικό είναι το έργο Το δεύτερο φύλο, της Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Η φράση που παραθέτω είναι η πρώτη του δεύτερου τόμου.
[29]. Το γεγονός ότι οι ρόλοι αυτοί είναι φαντασιακοί (επινοημένοι απ’ τη φαντασία των ανθρώπων ως κοινωνικών όντων) και θεσμισμένοι, άρα όχι εκ του φυσικού, επιβεβαιώνεται απ’ το ότι υπάρχουν ποικιλόμορφες μορφές θέσμισης. Απ’ τους στίχους 337-343 της τραγωδίας Οιδίπους επί Κολωνώ, του Σοφοκλή, μαθαίνουμε ότι στην Αίγυπτο αντίστροφη ήταν η θέση των γυναικών και των ανδρών. Είχε ακούσει φαίνεται ή διαβάσει ο Σοφοκλής τον φίλο του Ηρόδοτο, ο οποίος γράφει ότι στους Αιγύπτιους «οι γυναίκες πάνε στην αγορά κι εμπορεύονται, οι άνδρες φυλάνε το σπίτι και υφαίνουν.» Ιστορίη, βιβλίο ΙΙ, παράγραφος 35. (Η συζήτηση για την ακρίβεια των γραφομένων του Ηρόδοτου, την οποία γνωρίζω, δεν αλλάζει τίποτα για την πραγματικότητα αυτή, που γνωρίζουμε κι από πολλές άλλες πηγές και για πολλούς άλλους λαούς.)
[30]. Νίκος Ηλιόπουλος, Προς μια αυτόνομη κοινωνία Το τέλος των αξιών και οι πηγές έμπνευσης μιας αυτόνομης κοινωνίας, Νησίδες, 2015. Και στα δύο προηγούμενα βιβλία μου πολιτικής σκέψης έχω γράψει για τον έρωτα, αλλά σ’ αυτό το τελευταίο πιο ολοκληρωμένα, μαζί με μια πρώτη ανάλυση για τη φιλία. Τα δύο άλλα είναι Νέοι δρόμοι για τη δημοκρατική πολιτική σκέψη, Θεμέλιο, 2005, και Άλλες στάσεις ζωής, Νησίδες, 2013.
[31]. Υπάρχει, είναι αλήθεια, μια ελαφρή ιδιαιτερότητα των γυναικών ως προς το ζήτημα αυτό, η οποία όμως τείνει να εκλείψει. Κυρίως ιστορικο-κοινωνικά αίτια έχει κι αυτή. Μπορεί μια γυναίκα να μη δώσει τόση σημασία σ’ αυτό που λέμε εξωτερική εμφάνιση ενός άνδρα. Ταυτόχρονα, όμως, εκδηλώνεται μια αντίφαση εκ μέρους των γυναικών. Ενώ παραπονούνται ότι οι άνδρες δεν κοιτούν παρά μόνο τα κάλλη, οι γυναίκες στην πλειονότητά τους δίνουν ακόμα μεγάλη σημασία στην εμφάνισή τους, μεγαλύτερη απ’ τους άνδρες. Αποδέχομαι μερικές φυσικές ιδιαιτερότητες του γυναικείου σώματος. Συνεχίζω ωστόσο να θεωρώ ότι η καλαισθησία είναι άλλο πράγμα.
[32]. «Γιατί κάνουμε παιδιά ; Για τα γεράματά μας !», μου είχε πει ένας φίλος της γενιάς μου.
[33]. Δεν υπάρχει η δυνατότητα ανάλυσης. Παραπέμπω σ’ ένα απ’ τα πιο ολοκληρωμένα και έγκυρα άρθρα που έχω διαβάσει : Jean-PierreVernant, «Le mariage», στο βιβλίο Mythe et société en Grèce ancienne, Παρίσι, εκδόσεις Maspero, 1974, σελ. 57-81.
[34]. Αυτό που ονομάστηκε «ανασύνθεση της οικογένειας», είναι στην ουσία νέες μορφές συμβίωσης των ανθρώπων, οι οποίες πολλές φορές ξεπερνούν και καταλύουν τον λεγόμενο βιολογικό δεσμό, θεμέλιο της έννοιας της οικογένειας. Η ονομασία «οικογένεια ανασύνθεσης», προσθέτοντας μια λέξη στη λέξη οικογένεια, αποσκοπεί λοιπόν στην απόκρυψη της αποσύνθεσης της οικογένειας.
[35]. Επειδή είναι πετυχημένα διατυπωμένη, αντιγράφω τη μικρή φράση που είχα γράψει το 2005 : «ολόκληρη η κοινωνία ηθικολογεί υποστηρίζοντας ότι η ερωτική σχέση ασφαλώς και δεν περιορίζεται στη σεξουαλική πράξη, και από την άλλη μεριά η ίδια κοινωνία ανάγει αυτή την πράξη σε έσχατο κριτήριο ερωτικής πίστης». Νέοι δρόμοι για τη δημοκρατική πολιτική σκέψη, σελ. 163. Για την αποκρουστική έκφραση «με απάτησες», δες Προς μια αυτόνομη κοινωνία, σελ. 56.
[36]. Πριν λίγες μέρες, άκουγα λαϊκά τραγούδια. Έπεσα σ’ ένα, όχι απ’ τα ωραιότερα, που μιλούσε για προδομένα χάδια. (Περιττό να επαναλάβω ότι θεωρώ το λαϊκό τραγούδι αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Και περιφρονώ όσους το περιφρονούν.) Το τραγούδι αυτό έχει γραφτεί το 1961, κι έχει τίτλο Ένας σκύλος και μια γυναίκα. Βρίσκουμε εύκολα τους στίχους στο Διαδίκτυο.
[37]. Ακόμα και το επιχείρημα της Σιμόν ντε Μπωβουάρ υπέρ της fidélidé (της ερωτικής πίστης), παρότι εκλεπτυσμένο, δεν πείθει. «Η πίστη είναι αναγκαία στον έρωτα, γράφει, διότι ο πόθος των δύο εραστών εμπερικλείει τη μοναδικότητά τους, η οποία δεν θέλουν ν’ αμφισβητηθεί από ξένες εμπειρίες. Θέλουν να είναι αναντικατάστατοι ο ένας για τον άλλο». Και κάνει την παραχώρηση να προσθέσει το αυτονόητο : «αυτή η πίστη έχει νόημα μόνο αν είναι αυθόρμητη.» Simone de Beauvoir, Le deuxième sexe, II, Παρίσι, Gallimard, σειρά folio essais, 2008, σελ. 253. Το επιχείρημα εκλαμβάνει ως δεδομένο αυτό ακριβώς που πρέπει ν’ αποδειχτεί, κάνει το υποκειμενικό αντικειμενικό : αφού οι δύο εραστές θέλουν τη μοναδικότητά τους – κι αυτό γίνεται και δεν γεννιέται όπως θα έλεγε η ίδια η συγγραφέας –, άρα η ερωτική πίστη είναι αναγκαία. Αυτό είναι το σφάλμα λογικής. Πώς όμως να μην εκπλήξει η άκρως εγωιστική πλευρά του επιχειρήματος ; Ο εγωισμός, φοβικός, αποτελεί σίγουρα μια απ’ τις πηγές της κτητικής μονογαμίας. Η μοναδικότητα ως πόθος και ο πόθος ως μοναδικότητα, που προφυλάσσονται απ’ τις ξένες – άλλων ανθρώπων – εμπειρίες ! Είμαι αναντικατάστατος ! Υπάρχω.