Οι αντιδικτατορικοί αγώνες των φοιτητών του Πανεπιστημίου της Πάτρας
και η γενιά μας 35 χρόνια μετά
Για το «ψωμί», χωρίς την παιδεία και την ελευθερία
Αφιερώνεται
στους ανώνυμους αγωνιστές
και τις ανώνυμες αγωνίστριες
Είναι σίγουρο ότι υπάρχει ένας προσωπικός δρόμος ζωής
για τον καθένα μας. Όπως είναι επίσης ολοφάνερο ότι ο δρόμος αυτός γίνεται μαζί
με άλλους, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, χάρη σε άλλους, συγκαιρινούς και
προγενέστερους. Κάθε βιωματική (ιστορική) περιγραφή θα ήταν έτσι εγωιστική,
ατομικιστική (μία από τις πιο μεγάλες πληγές της εποχής μας), αν δεν είχε στη
βάση της και δεν έθετε στο ξεκίνημά της αυτές τις παραδοχές.
Κατόπιν. Στους αγώνες υπάρχουν
κάποιοι που πρωτοπορούν. Που είναι πιο ευαίσθητοι σε ορισμένες καταστάσεις και
πάλλονται περισσότερο από ορισμένα ιδανικά. (Περί ιδανικών λοιπόν ο λόγος.) Η
έννοια όμως της πρωτοπορίας δεν είναι αντικειμενική, δεν προέρχεται από
δοσμένους μια για πάντα παράγοντες, ούτε είναι εγγυημένη για πάντα. Μια
πρωτοπορία αναδεικνύεται μέσα στους αγώνες, κρίνεται κάθε στιγμή, ανανεώνεται ή
όχι κάθε λεπτό.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των
αντιδικτατορικών αγώνων των φοιτητών του Πανεπιστημίου της Πάτρας είναι ότι
είχαν μια πρωτοπορία που αναδείχτηκε πέρα
και έξω από κάθε προηγούμενη ή ταυτόχρονη κομματική ένταξη. Είναι ένα
μεγάλο ιστορικό και πολιτικό δίδαγμα που πρέπει να κρατάμε ζωντανό.
Μόνο μέσα σε αυτά τα πλαίσια δέχτηκα
να γράψω κάτι δημοσιεύσιμο σε εφημερίδα για τους αγώνες εκείνους των χρόνων
1972-1974, 35 χρόνια μετά. Δεδομένου ότι τίποτα δεν είναι θέσφατο, καθόλου δεν
θα πρωτοτυπήσει όποιος κριτικάρει αυτό το συνοπτικό κείμενο, όποιος το
απορρίψει εν όλω ή εν μέρει, όποιος σκανδαλιστεί από ορισμένες ιδέες του.
*
Δεν μπορώ να επεκταθώ στους λόγους που συνετέλεσαν ώστε να ανήκω τότε
στην πρωτοπορία, σε αυτούς που λέμε πρωτεργάτες. Στη ρίζα αυτής της
πραγματικότητας βρίσκεται το πάθος για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Πάθος
πολιτικό με την πιο ευρεία έννοια του όρου : ανάγκη της ελεύθερης
διατύπωσης της γνώμης μου και όλων των γνωμών (αλλιώς δεν είναι δημοκρατικό
πάθος), ανάγκη της ελεύθερης επιλογής των τρόπων της ζωής μου, από το πώς θα
ντυθώ και θα κουρευτώ μέχρι με ποια κοπελιά θα έχω ερωτική σχέση.
Στο «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία», που
αναδείχτηκε ως κεντρικό αίτημα-σύνθημα εκείνης της γενιάς και εκείνων των
αγώνων, θα πρέπει να ρίξουμε το ίδιο βάρος σε όλες τις λέξεις, και εγώ θα
έριχνα το κύριο βάρος στην ελευθερία. Ελευθερία που συνεπάγεται την ισότητα,
και ισότητα που δεν μπορεί να υπάρξει δίχως ελευθερία.
Μια εντελώς άτυπη ομάδα φοιτητών, των οποίων η νεότητα και η πολιτική
απειρία – φρεσκάδα σκέψης – κάνουν
δύσκολο να τους κατατάξει κανείς σε κάποια τάση, έπαιξε πράγματι έναν σημαντικό
ρόλο στο ξεκίνημα των γεγονότων.
Ιδρυτική πράξη των αντιδικτατορικών
φοιτητικών αγώνων της Πάτρας αποτελεί μια Γενική Συνέλευση όλων σχεδόν των
φοιτητών του Πανεπιστημίου, η οποία έμεινε στην ιστορία με το όνομα «η
δεκαεξάωρη», διότι διήρκεσε τόσες ώρες. Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της υπήρξε
η άμεση δημοκρατία. Η ομάδα των
πρωτεργατών χρεώνεται ιστορικά τη σύγκληση αυτής της συνέλευσης. Το τι έγινε
στις 16 ώρες και το τι αποφασίστηκε εκεί δεν ήταν προ-απόφαση κανενός – μήτε
ατόμου, μήτε ατόμων, μήτε κομματικού ή αντιστασιακού φορέα. Τούτο δεν λέγεται
αυθόρμητο, λέγεται δημοκρατία.
Τη συνέλευση, κολυμπήθρα
πολιτικοποίησης, ακολούθησαν μακρόχρονη αποχή και τα γεγονότα της φοιτητικής
λέσχης, τον Μάρτιο του 1973, που «βγάζουν» τον αντιδικτατορικό αγώνα στους
δρόμους της πόλης.
Αρχίζοντας την ακαδημαϊκή χρονιά
1973-1974, όλοι ξέραμε καλά ότι κάτι σημαντικό θα συμβεί, διότι όλοι θέλαμε και
διαισθανόμασταν τη λεγόμενη κλιμάκωση των αγώνων.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό
των αντιδικτατορικών αγώνων των φοιτητών της Πάτρας είναι η επιδίωξη, συνειδητή
και προγραμματισμένη, να δοθεί ένα πολιτισμικό περιεχόμενο στους αγώνες τους.
Έτσι, είχαν διοργανωθεί και συναυλίες και ελεύθερες συζητήσεις. Την Τετάρτη 14
Νοεμβρίου του 1973, είχαμε οργανώσει στο αμφιθέατρο μια θεωρητική συζήτηση της
οποίας δεν θυμάμαι το θέμα, θυμάμαι όμως μια εμπεριστατωμένη παρέμβαση του
Δημήτρη Καραγιαννάκη (καλή του ώρα όπου και νάναι – έχω να τον δω πάνω από 30
χρόνια) βασισμένη στο έργο του Ένγκελς Η
καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους. Σε αυτή
τη συγκέντρωση-συζήτηση στο αμφιθέατρο των συνελεύσεών μας, έφτασε η είδηση της
κατάληψης του Πολυτεχνείου. Η μνήμη μου λέει ότι την είδηση την έφερε η Τζόγια
Καπάτου.
Υπήρχε τότε στην Πάτρα ένα καφενείο
που διανυκτέρευε, το καφενείο του σιδηροδρομικού σταθμού, όπου γύρω στις 2 τη
νύχτα διασταυρώνονταν τα δύο τραίνα, αυτό της Αθήνας προς Καλαμάτα και αυτό της
Καλαμάτας προς Αθήνα. Εκεί, ένας πυρήνας ανοιχτός φοιτητών – δεν θυμάμαι τον
ακριβή αριθμό, αλλά πρέπει να ήταν γύρω στα 20-30 άτομα – έκαναν τις πρώτες
συζητήσεις για το τι θα κάνουμε εμείς στην Πάτρα. Δεν νομίζω ότι εκείνη τη
νύχτα αποφασίσαμε ρητά να κάνουμε και εμείς κατάληψη. Αποφασίσαμε όμως να
δώσουμε ραντεβού στο Πανεπιστήμιο την επομένη στις 2 το μεσημέρι.
Την επαύριον, πηγαίνοντας προς το
Πανεπιστήμιο, είχα ήδη λάβει τη δική μου απόφαση. Έπρεπε να ακολουθήσουμε το
συντομώτερο δυνατό τους συναγωνιστές της Αθήνας. Συνάντηση με οργανωμένους,
έστω χαλαρά, συμφοιτητές της Πάτρας, υπήρξε αιτία να καταλάβω ότι μάλλον η
παραδοσιακή αριστερά δεν ευνοούσε αυτή την εξέλιξη.
Συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο του Πανεπιστημίου, ίσως επειδή το
αμφιθέατρο ήταν κλειστό. Ανεβαίνοντας πάνω σε ένα τραπέζι, κήρυξα, ανάμεσα σε
300-400 φοιτητές, την κατάληψη του Πανεπιστημίου, ονομάζοντάς το Λεύτερο
Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Ακολούθησαν οι οργανωτικές προετοιμασίες με την εκλογή
μιας 12μελούς (ή 14μελούς ;) συντονιστικής επιτροπής. Η ιστορία επιβάλλει
να γράψω όλα τα ονόματα :
Δημήτρης Αθανασίου, Δημήτρης Βεργίδης, Κώστας Βογιατζής, Κώστας Ευαγγελάκος,
Μιχάλης Ζουρνάς, Νίκος Ηλιόπουλος, Τζόγια Καπάτου, Χρήστος Λέφας, Βασίλης
Μιχολός, Άννα Μπαστάκη, Γιάννης Πουντουράκης, Άκης Ταγκαλάκης, Δημήτρης
Τσίγκας, Αντώνης Τσουρινάκης.
Ποιος θα γράψει τα ονόματα όλων των ανώνυμων ; Και γιατί να τα
γράψει ; Η ανωνυμία τους αποτελεί
τον μεγαλύτερο και ιδανικότερο τίτλο τιμής.
Η κατάληψη του Πανεπιστημίου, του οποίου το κεντρικό τότε κτήριο
βρισκόταν μέσα στην πόλη, αποτέλεσε την πιο σημαντική αντιδικτατορική εκδήλωση
στην Πάτρα με τη συμμετοχή χιλιάδων φοιτητών, μαθητών και πατρινών πολιτών.
Κατέγραψε πολιτικά και αδιαμφισβήτητα την αντίθεση του λαού της Πάτρας στη
δικτατορία και έβγαλε από την πολιτική απάθεια ευρεία στρώματα του πληθυσμού.
Με ορμητήριο το Πανεπιστήμιο, στο οποίο λειτουργούσε ραδιοφωνικός σταθμός,
έγιναν την Παρασκευή πολλές και μεγάλες διαδηλώσεις στο κέντρο της πόλης.
Ιδιαιτερότητα της κατάληψης στην Πάτρα υπήρξε η απόφασή μας, αργά τη
νύχτα της Παρασκευής 16 Νοεμβρίου προς Σάββατο 17 Νοεμβρίου, μαθαίνοντας την
αιματηρή καταστολή στο Πολυτεχνείο, να εγκαταλείψουμε το Πανεπιστήμιο, δίνοντας
ένα ραντεβού για την επομένη στις 1 η ώρα στην πλατεία Γεωργίου. Έτσι, δεν
έγιναν εκείνη τη νύχτα συλλήψεις φοιτητών. Οι περισσότεροι κρυφτήκαμε και
περάσαμε στην «παρανομία».
Όλοι ξέρουν την κοιλιά που έκανε ο αντιδικτατορικός αγώνας μετά την αιματοχυσία
που προκάλεσε το καθεστώς στην Αθήνα, το πραξικόπημα του Ιωαννίδη και την άγρια
καταστολή που ακολούθησε τους πρώτους μήνες του 1974. Πιάστηκα για πολλοστή
φορά τον Φεβρουάριο του 1974, αφού είχα ήδη αποκτήσει επαφή με την
αντιστασιακή οργάνωση νεολαίας «Ρήγας Φεραίος», και κρατήθηκα στην Ασφάλεια της
Πάτρας 2 μήνες.
Παρά τις όποιες αναλύσεις που έχουν γίνει, η ιστορική-πολιτική εκτίμηση
μένει μία : η αποκορύφωση των αντιδικτατορικών αγώνων κυρίως των φοιτητών
με την κατάληψη του Πολυτεχνείου, αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα – όχι τον
μόνο – της πτώσης της δικτατορίας. Η δική μας συμβολή, και αυτή των φοιτητών
στη Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα, που διευρύνουν και πανελλαδικοποιούν κατά
κάποιο τρόπο τους αντιδικτατορικούς αγώνες, είναι σημαντικές, αλλά επικουρικές.
Δίκαια το Πολυτεχνείο έδωσε στη γενιά μας την τιμή, το φορτίο και τον τίτλο
της. Έτσι, και διατηρώντας όλες τις επιφυλάξεις για την καταχρηστική γενίκευση
που εμπεριέχει πάντα ο όρος γενιά, δίκαια τα ερωτηματικά γίνονται βαριά :
τι απόγινε αυτή η γενιά ;
***
Το υποστηρίζω χρόνια, το
γράφω και τώρα σαφέστατα και ολοκάθαρα : η συμμετοχή στους
αντιδικτατορικούς αγώνες του 1972-1974, από οποιαδήποτε θέση, δεν σημαίνει
τίποτα για τη συνέχεια. Πρέπει τιμή
σε όσους φύλαξαν τις Θερμοπύλες, αλλά, αν εκείνοι οι αγώνες ήταν για τη
δημοκρατία και την ελευθερία, τίποτα, μα τίποτα, δεν μας δίνει το προνόμιο των
πρωτοπόρων ή των εξ ορισμού θεματοφυλάκων της δημοκρατίας και της ελευθερίας.
Κάναμε το καθήκον μας, κάτι που επιλέξαμε οι περισσότεροι ελεύθερα.
Ίσως, στη ρίζα όλης της μετέπειτα εξέλιξης της γενιάς μας, να βρίσκεται
αυτή η παρανόηση : το ότι αγωνιστήκαμε τότε, έγινε για πολλούς το
εισιτήριο για πολλά πράγματα, άσχετα με τους αγώνες και κυρίως με τα ιδανικά
εκείνων των αγώνων. Μερικοί θα πουν ότι πολλοί από μας συνεχίσαμε τους αγώνες.
(Προσωπικά συνέχισα μέχρι το 1986.) Είναι αλήθεια. Αλλά συνεχίσαμε σε εντελώς
άλλες συνθήκες, πολύ διαφορετικές, και επιδιώκαμε άλλους «πολιτικούς» στόχους,
κατά βάση κομματικούς. Αν θελήσουμε να το πούμε με μια φράση, ωμά, αν και όχι
τόσο επακριβώς, θα λέγαμε ότι, στη νέα περίοδο σε συνθήκες όχι πια «παρανομίας»
αλλά της λεγόμενης δημοκρατικής νομιμότητας, αγωνιστήκαμε για την προώθηση των
ιδιαίτερων στόχων του κομματικού φορέα στον οποίο ενταχθήκαμε.
Έτσι, η ηρωποίηση των ηρώων μετά
τους αγώνες αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή στρέβλωση των αντιδικτατορικών αγώνων –
πράγμα που έχει εξάλλου γίνει σε πολλές περιπτώσεις αγώνων. Γίναμε περιοδεύων
θίασος της προηγούμενης ζωής μας ! Ήταν μάλλον μοιραίο οι πιο επώνυμοι –
όχι κατ’ ανάγκην οι πιο ηρωικοί –, οι πιο ικανοί σε τούτο το θέατρο, οι πιο
επιδέξιοι της αναρρίχησης, να εκμεταλλευτούν στο έπακρο την αίγλη των απόμαχων
πλέον ηρώων.
Εντούτοις, ο βαθύτερος λόγος αυτής της εξέλιξης δεν μπορεί να
αναδειχθεί, αν δεν γίνει η πολιτική
αποτίμηση των αντιδικτατορικών φοιτητικών αγώνων. 35 χρόνια μετά, η
ηρωποίηση αποτελεί έναν από τους παράγοντες που έχουν εμποδίσει να ειδωθούν με
καθαρή ματιά αυτοί οι αγώνες. Στα πλαίσια αυτού του κειμένου, δεν είναι δυνατό
να παρουσιαστεί μια ολοκληρωμένη ανάλυση. Άλλωστε, μια τέτοια ανάλυση
προϋποθέτει μια γενικότερη και όσο το δυνατό αμερόληπτη ματιά στη σημερινή
κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, της οποίας η γενιά μας αποτελεί την ιθύνουσα
τάξη. Κατάσταση ελεεινή από κάθε άποψη – το λιγότερο που θα μπορούσαμε να
πούμε. Επισημαίνω ότι τα 35 χρόνια που πέρασαν από το τέλος των
αντιδικτατορικών αγώνων, δεν είναι απλώς πολλά ποσοτικά, αλλά συνιστούν μια ολόκληρη ζωή, την ενήλικη
ζωή της γενιάς μας. Αυτή η ζωή έχει πλέον δώσει δείγματα γραφής που καμιά
ηρωποίηση δεν μπορεί να ξεπλύνει. Και το σπουδαιότερο, αυτά τα δείγματα γραφής
δόθηκαν από τη γενιά μας στους πιο κρίσιμους τομείς της κοινωνίας, σε τομείς
στους οποίους είχαμε τη δυνατότητα να παρέμβουμε λόγω των σπουδών μας, και των
πτυχίων μας. Πρώτους από αυτούς τους τομείς είναι η παιδεία, για την ελευθερία
της οποίας αγωνιστήκαμε τότε, και ελευθερία εδώ σημαίνει πάνω από όλα
κριτικό πνεύμα. Περιττό να προσθέσω ότι εκτός από τόλμη θέλει και αρετή η
ελευθερία.
Θα διεκδικήσω εντούτοις την προσωπική μου άποψη στο ζήτημα της
πολιτικής αποτίμησης των αντιδικτατορικών φοιτητικών αγώνων η οποία απαντά,
έστω εν μέρει, στο ερώτημα της εξέλιξης της γενιάς μας.
Για όσους προερχόμαστε από τους αντιδικτατορικούς αγώνες, την περίοδο
της έντονης πολιτικοποίησης διαδέχτηκε μια περίοδος έντονης κομματικοποίησης.
Και στο χώρο της λεγόμενης αριστεράς όπου ενταχθήκαμε στη συντριπτική μας
πλειοψηφία (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτερικού και φορείς της εξωκοινοβουλευτικής
αριστεράς), η κομματικοποίηση είχε τότε τον έκδηλο χαρακτήρα ενός «εμφυλίου
πολέμου» για την επικράτηση και την κατάκτηση του ηγεμονικού ρόλου. Πάμπολλοι
είναι οι υπόλοιποι παράγοντες που συντέλεσαν στην πλήρη αφομοίωση μας από το υπάρχον πολιτικό καθεστώς – αυτό που προέκυψε
μετά την πτώση της δικτατορίας –, και από το υπάρχον πολιτικό σύστημα, εμού
συμπεριλαμβανομένου.
Αλλά, φευ, η αφομοίωση έγινε και από την υπάρχουσα κοινωνία σε όλες τις
πτυχές της. Το κρίσιμο ζήτημα είναι λοιπόν ότι, στο ξεκίνημα της ένταξης μας
στην υπάρχουσα κοινωνία, οι περισσότεροι απορροφήθηκαν από την κοινωνία στο
σύνολό της, αφομοιώθηκαν πλήρως από αυτή και ακολούθησαν κατά πόδας τα
παραδοσιακά πρότυπα σε όλους τους τομείς. Έπιασαν δουλειά, πολλοί στην πολιτική
ως επαγγελματίες – επάγγελμα που διατήρησαν και διατηρούν ώς σήμερα –, έκαναν
οικογένεια και παιδιά, καταστρέφοντας κάθε ερωτικό στοιχείο της ιδανικής
περιόδου της νεότητας, μπήκαν με λίγα λόγια για τα καλά στο λούκι, κάνοντας
όλους τους δυνατούς συμβιβασμούς. Σε όλους αυτούς τους τομείς, όσοι είχαν τα εκ
της συμμετοχής στους αγώνες προνόμια, ή όσοι τα εκμεταλλεύτηκαν έξυπνα,
έφτιαξαν όμορφα βιογραφικά που τους άνοιξαν πολλές πόρτες και τα εξαργυρώνουν
μέχρι και σήμερα.
Η γνώμη μου, που ισοδυναμεί με την πολιτική αποτίμηση εκείνων των
αγώνων της νεότητας και της αγνότητας των ιδανικών της δημοκρατίας και της
ελευθερίας, είναι ότι οι ρίζες της τότε πολιτικοποίησής μας δεν είχαν
προχωρήσει διόλου βαθιά, τα θεμέλια εκείνης της πολιτικοποίησης ήταν σαθρά.
Ήταν μια πολιτικοποίηση με βάση την πιο
παραδοσιακή έννοια της πολιτικής, που είναι τελικά το παιχνίδι της κυβερνητικής
εξουσίας. Και τελείως περιθωριακά συμπεριελάμβανε τα μεγάλα ζητήματα της
πολιτικής, που δεν μπορεί να είναι άλλα από τα μεγάλα ζητήματα της ίδιας της
ζωής, της ζωής μας στην κοινωνία.
Οι αντιδικτατορικοί αγώνες δεν είχαν ως πολιτικό στόχο να αλλάξουν την
υπάρχουσα κοινωνία, θα πουν κάποιοι. Τούτο το πάγιο επιχείρημα είναι δέσμιο της
παραδοσιακής πολιτικοποίησης για την οποία μίλησα. Μας λέει : πρέπει να
αλλάξουμε, εκ των άνω, την κοινωνία, για να αλλάξουμε και τη ζωή μας. Και όμως,
κανένας δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει σήμερα ότι τότε φανταζόμαστε τη ζωή μας
όπως τη ζήσαμε μετά και ότι δεν ονειρευόμαστε τότε μια άλλη ζωή. Κανένας δεν θα
μπορούσε να υποστηρίξει ότι όσα κάναμε τότε τα κάναμε μόνο και μόνο για τις
ανάγκες του ψωμιού μας, όση ευρύτητα κι αν δώσουμε στις ανάγκες αυτές. Και
σήμερα, θα πρέπει να έχουμε το θάρρος να πούμε ότι, σε πολλούς και κρίσιμους
τομείς της ζωής μας, είχαμε τη δυνατότητα
επιλογών τις οποίες δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν ούτε η υπάρχουσα κοινωνία
ούτε το υπάρχον πολιτικό καθεστώς. Αντί αυτών των επιλογών, ακολουθήσαμε την
πεπατημένη, χωρίς να μας το επιβάλλει κανείς. Αυτό είναι το παράδοξο της γενιάς
μας, και είναι παράδοξο διότι αποκτήσαμε με το κριτικό μυαλό μας και τους
αγώνες μας μια ελευθερία η οποία μας αφαιρεί το δικαίωμα να ισχυριζόμαστε
σήμερα ότι μας επέβαλαν κάποιοι τις κρίσιμες επιλογές ζωής που κάναμε.
Δεν μπορέσαμε να ξεφύγουμε από μια πολιτικοποίηση που θα ονόμαζα
στείρα, και να διευρύνουμε την έννοια της πολιτικής κάνοντάς την έγνοια ζωής.
Δεν μπορέσαμε να συνεχίσουμε εκείνους τους αγώνες αυτόνομοι και ανεξάρτητοι,
όπως τους ξεκινήσαμε οι περισσότεροι τότε. Δεν καταφέραμε να κάνουμε τη
δημοκρατία καθημερινή πράξη, την ελευθερία στάση ζωής, και την
παιδεία ανοικτό δρόμο κριτικής σκέψης. Η συνεχιζόμενη ή προκύψασα πρόσδεση
μεγάλου μέρους της γενιάς μας στον χριστιανισμό, τον σοβινισμό και τον μαρξισμό
λέει πολλά, για να μη μιλήσουμε για τον σεξισμό.
Απομένει – πραγματικό άλλοθι –, στην πλειοψηφία ίσως της γενιάς μας, η
ψήφος στη λεγόμενη αριστερά που απέχει έτη φωτός από τα πραγματικά προβλήματα
της κοινωνίας και της πραγματικής ζωής των σημερινών ανθρώπων, είναι
αντιδημοκρατική όπως όλοι οι σημερινοί κομματικοί μηχανισμοί, και πολύ πιο
παραδοσιακή και δογματική από όσο ήταν τότε. Ακόμα και αυτή η ψήφος όμως δεν
σημαίνει πια τίποτα μέσα σε μια πορεία ζωής που δεν έχει σε τίποτα να κάνει με
εκείνα τα ιδανικά, όσο κι αν ήταν περιορισμένα. Ή μάλλον σημαίνει κάτι, την
αποδοχή της κατεστημένης πολιτικής. Γίναμε επιπλέον πιο συντηρητικοί από τη
γενιά των γονιών μας, πιο αυταρχικοί απέναντι στα παιδιά μας θέλοντας να τα
προστατεύσουμε, να τα προφυλάξουμε από την οικτρή αποτυχία των δικών μας
σχέσεων και των δικών μας ιδανικών. Τα παράπονά μας για την δήθεν πολιτική
αδιαφορία της νέας γενιάς είναι καθαρή υποκρισία, αφού εμείς χτίσαμε ή
ανεχτήκαμε την πολιτικάντικη πολιτική για την οποία δίκαια αδιαφορεί και την
οποία τελείως δικαιολογημένα σιχαίνεται. Η απαξίωση της κατεστημένης πολιτικής,
διάχυτη πλέον σήμερα, θέτει το ζήτημα της επινόησης νέων δρόμων πολιτικής,
πάθος που με διακατέχει έκτοτε. Νέοι συλλογικοί και ατομικοί αγώνες και νέοι
προβληματισμοί που θέτουν στο επίκεντρο τα ζητήματα των αξιών της υπάρχουσας
κοινωνίας και του νοήματος ζωής, δίνουν την αμυδρή έστω ελπίδα ότι μια νέα
γενιά μπορεί να ανοίξει καινούργιους δρόμους πολιτικής.
Το μάθημα που θα μπορούσαμε, έστω ως τελευταία παρακαταθήκη, να της
αφήσουμε θα ήταν : στις κοινωνίες στις οποίες ζούμε, η δημοκρατία και η
ελευθερία υπηρετούνται με μια άλλη στάση ζωής, και είναι ευτελές να κρίνεται η
στάση ζωής από μια ψήφο και από γενικόλογες ιδέες χωρίς κανένα πρακτικό
αντίκρισμα. Είναι ελεύθερος όποιος αγωνίζεται σε όλη του τη ζωή να μην τον καταπιεί η κοινωνία, περιφρονώντας
τους αναδρομικούς ήρωες που βγάζουν το «ψωμί» τους (εξουσία, φήμη, χρήμα)
πουλώντας τα ιδανικά της παιδείας και της ελευθερίας.
Παρίσι, 18 Οκτωβρίου 2009
νίκος ηλιόπουλος
Ο Νίκος Ηλιόπουλος ζει και εργάζεται από το 1986
στο Παρίσι. Είναι διδάκτωρ «κοινωνικών επιστημών» και έχει δημοσιεύσει στα
ελληνικά το δοκίμιο Νέοι δρόμοι για τη
δημοκρατική πολιτική σκέψη, εκδόσεις Θεμέλιο, 2005.