Ανάλυση ενός από τα καλύτερα ποιήματα του Νίκου Γκάτσου·
σε κάθε περίπτωση, του πιο αριστοτεχνικού
Ο Γιάννης ο φονιάς
ή
Ο έρωτας στη νεοελληνική επαρχία
του φίλου μου Γιάννη Κορομηλά
Ω επαρχία, επαρχία
όλα τα σφάζεις
Μάνος Ελευθερίου, 2015,
τραγούδι Στη χώρα των αθώων,
μουσική Μίλτος Πασχαλίδης, 2020.
Ο Γιάννης ο φονιάς, (συλλαβές 6)
παιδί μιας Πατρινιάς (συλλαβές 6)
κι ενός Μεσολογγίτη, (συλλαβές 7)
προχτές την Κυριακή, (συλλαβές 6)
μετά τη φυλακή (συλλαβές 6)
επέρασ’ απ’ το σπίτι. (συλλαβές 7)
Του βγάλαμε γλυκό, (συλλαβές 6)
του βγάλαμε και μέντα, (συλλαβές 7)
μα για το φονικό (συλλαβές 6)
δεν είπαμε κουβέντα. (συλλαβές 7)
Μονάχα το Φροσί, (συλλαβές 6)
με δάκρυ θαλασσί (συλλαβές 6)
στα μάτια τα μεγάλα, (συλλαβές 7)
του φίλησε βουβά (συλλαβές 6)
τα χέρια τ’ ακριβά (συλλαβές 6)
και βγήκε από τη σάλα. (συλλαβές 8)
Δεν μπόρεσε κανείς (συλλαβές 6)
τον πόνο της ν’ αντέξει (συλλαβές 7)
κι ούτ’ ένας συγγενής (συλλαβές 6)
να πει δεν βρήκε λέξη. (συλλαβές 7)
Κι ο Γιάννης ο φονιάς (συλλαβές 6)
στην άκρη της γωνιάς (συλλαβές 6)
με του καημού τ’ αγκάθι, (συλλαβές 8)
θυμήθηκε ξανά (συλλαβές 6)
φεγγάρια μακρινά (συλλαβές 6)
και τ’ όνειρο που εχάθη. (συλλαβές 8)
Ομοιοκαταληξία άψογη. Ποίημα τραγούδι. Χασάπικο.
Πρωτοτυπία : δύο διαφορετικά ρεφραίν.
Το ποίημα είναι αφήγηση· όπως πολλά ποιήματα στο λαϊκό τραγούδι.
Ο αφηγητής ή η αφηγήτρια μιλά σε πληθυντικό (του βγάλαμε …) που εμπερικλείει όλους τους παρευρισκόμενους συγγενείς στην ίδια ευθύνη, στην ίδια ενοχή, την απολύτως ανομολόγητη όμως : «Τι άλλο θέλετε ; Του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα.» Μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα. «Μη ζητάτε πολλά.» Ατμόσφαιρα ένοχης σιωπής. Τρομερής υποκρισίας που εξαγοράζεται μ’ ένα κέρασμα. (Φίλεμα το έλεγε η μάννα μου, όταν γινότανε στο σπίτι. «Τι να σε φιλέψω ;», ρωτούσε έναν επισκέπτη.)
Μόνο το Φροσί «μιλά»· με δάκρυ μόνο και φιλί, όμως. Η χειρονομία είναι τόσο σπαραχτική, που οι συγγενείς χύνουν και αυτοί δάκρυα (;). Αναγνωρίζουν τον αβάσταχτο και δίκαιο πόνο της. Η ένοχη υποκρισία τους υπερτερεί όμως ακόμα. Κατανικά τα πάντα. Κανείς συγγενής δεν βρήκε έστω μια λέξη να πει, ούτε καν έναν παρηγορητικό ή καθαρτικό λόγο, λες και τα καθόριζε όλα ο σιδερένιος νόμος μιας σάπιας ηθικής. Ηθική της σιωπής της μίζερης επαρχίας.
Με την ευκαιρία μιας ενημέρωσης που μου έστειλε ο φίλος μου ο Γιάννης, στην οποία αναφέρεται ότι το ποίημα αυτό του Νίκου Γκάτσου στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός, αποφάσισα να γράψω επιτέλους ένα μικρό δοκίμιο για αυτό το τραγούδι το οποίο σκέφτομαι χρόνια πολλά. Το μικρό δοκίμιο αφιερώνεται στον Γιάννη.
Απάντησα αμέσως στον φίλο μου ότι, ακόμα κι αν είναι αλήθεια πως το ποίημα στηρίζεται σε συμβάν του αστυνομικού δελτίου, τούτο δεν έχει να μας πει πολλά για το «συνωμοτικό» τραγούδι του κυρ Νίκου. Σε συνέντευξή του, ο Μανώλης Μητσιάς λέγει ότι «πήρε φόρα» να τραγουδήσει δυνατά, «με δύναμη», ένα χασάπικο, αλλά ο Μάνος Χατζιδάκις του απάντησε : Όχι, θα το πεις συνωμοτικά. Και συμφώνησε, «αφού ακούμε πράγματι για κάποιον φονιά, αλλά δεν ξέρουμε ποιος είναι», όπως είπε.
Κατά τη γνώμη μου, όμως, το κύριο στοιχείο που δεν ξέρουμε, και η φαντασία μας μπορεί άνετα να φτερουγίσει ως προς αυτό όπου αυτή θέλει, είναι ο λόγος, η αιτία, του φονικού. Από τη μεριά μου, χρόνια πάσχιζα να καταλάβω περί τίνος ακριβώς πρόκειται, και τι θέλει να μας πει ο Νίκος Γκάτσος με το ποίημά του αυτό. Έφτιαξα μια δική μου εκδοχή, την οποία θ’ αναφέρω στη συνέχεια, αλλά θα επιδιώξω τώρα να ψάξω βαθύτερα, μήπως καταλάβουμε τους συμβολισμούς του μεγάλου ποιητή του νεοελληνικού λαϊκού* τραγουδιού, ή τουλάχιστον κάποιους από αυτούς.
* Βρίσκομαι σε περίσκεψη για τον γενικό τίτλο που οφείλω να δώσω στο νεοελληνικό λαϊκό τραγούδι. Θα πρέπει η ονομασία αυτή να συμπυκνώνει όσο γίνεται πιο πιστά τις απόψεις που διαμόρφωσα και υποστηρίζω μετά τη μακρόχρονη και ατέλειωτη έρευνά μου για το τραγούδι αυτό. Τι πάθος ατελείωτο ! Δεν σας κρύβω ότι ταλαντεύτηκα αν θ’ αφαιρέσω τον όρο λαϊκό, όχι τίποτε άλλο, μα για να το διευρύνω και να το απλώσω. Να το αποκαθαίρω επίσης από κάθε λαϊκισμό, ηθελημένο ή αθέλητο. Νεοελληνικό είναι από τη χρονολογική άποψη το τραγούδι αυτό. Το κύριο χαρακτηριστικό του, όμως, από την άποψη του περιεχομένου του, είναι ο κριτικός κοινωνικός του χαρακτήρας. Άρα ένας τίτλος όπως νεοελληνικό κοινωνικό τραγούδι, δεν θα ήταν άσχημος. Έτσι το λαϊκό, που αναφέρεται κυρίως στην προέλευση των δημιουργών του και στους ανθρώπους που το αγάπησαν, διευρύνεται με την ανάδειξη του καθολικού εύρους της εξαίσιας αυτής νεοελληνικής δημιουργίας· αγκάλιασε την κοινωνία και τραγούδησαν μαζί τα λάθη και τα πάθη τους. Τι πάθος ατελείωτο που είναι η κοινωνία.
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη
Πρώτοι στίχοι. Καταρχάς, δεν μπορεί να ’ναι τυχαίο το ότι ο ποιητής διάλεξε αυτόν τον τρόπο για να παρουσιάσει την ταυτότητα του Γιάννη. Ευθύς εξαρχής.
Ποιος είναι γυιος ενός Μεσολογγίτη και μιας Πατρινιάς ;
Ε ! λοιπόν, θα μπορούσε να είναι ο Κωστής Παλαμάς.
Μα αυτό βόλευε το μέτρο και η ομοιοκαταληξία, θ’ απαντήσει κάποιος.
Ένσταση όχι και τόσο πειστική. Διότι ο κυρ Νίκος θα μπορούσε να γράψει :
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί Φιλιατρινιάς κι ενός Μεσοχωρίτη.
Κατά το ήμισυ, είμαι εγώ. Μόνο που με λένε Νίκο, όπως και τον Γκάτσο. Είναι απολύτως τυχαίο εξάλλου το ότι ο Κωστής Παλαμάς κι εγώ έχουμε γεννηθεί την ίδια ημερομηνία : 13 Ιανουαρίου (1859, 1952).
Αν η υπόθεση, που θα παραμένει πάντα υπόθεση, στέκει, αν δηλαδή υπάρχει έμμεση αναφορά στον Κωστή Παλαμά, ας ψάξουμε να βρούμε το συμβολικό φονικό που έκανε, και ποια σχέση έχει αυτό με όλο το ποίημα. Πεδίον δόξης λαμπρόν ! Στο ποίημα Ο Τάφος, ο Κωστής Παλαμάς, αν κατάλαβα καλά, χαρακτηρίζει τον εαυτό του φονιά, διότι έφερε τον γυιο του στη ζωή για να … πεθάνει (στίχοι 349-360). Έστω και ποιητική αδεία, λίγο τραβηγμένο από τα μαλλιά.
Σε κάθε περίπτωση, ο ποιητής Νίκος Γκάτσος κρίνει σκόπιμο να μας δώσει το γενεαλογικό δέντρο κατά κάποιο τρόπο του φονιά, για να προσδιορίσει κυρίως έτσι τον τόπο κατοικίας του. Μάλλον το Μεσολόγγι και την ευρύτερη περιοχή.
προχτές την Κυριακή, μετά τη φυλακή, επέρασ’ απ’ το σπίτι
Ο Γιάννης πήγε φυλακή, έκανε φυλακή. Πλήρωσε. Το «μετά τη φυλακή» σημαίνει ότι απολύθηκε ακριβώς την ίδια μέρα ; Και η Κυριακή τι δουλειά έχει στο στίχο ; Από ποιο σπίτι πέρασε ;
Γράφω έχοντας κατά νου μια υποθετική εκδοχή πραγματικών συμβάντων, αλλά όπως ήδη είπα δεν μας φωτίζουν πολύ για τις προθέσεις του ποιητή.
Μετά τη φυλακή, μπορεί να σημαίνει ότι βγήκε μέσα στη βδομάδα, και διάλεξε να πάει στο σπίτι την Κυριακή που γίνονται συνήθως οι επισκέψεις. Αρχίζω να «υποψιάζομαι» ότι για τον ποιητή το θέμα είναι η μιζέρια της μονότονης ζωής που υποτίθεται πως διακόπτεται την πιο μονότονη και πιο συμβατική μέρα, την Κυριακή. Που είναι έτσι και η πιο μελαγχολική. Όλοι είναι μαζί !
Πάντως δεν πήγε στο σπίτι του, διότι πέρασε από σπίτι, και τον κέρασαν. Μάλλον ήταν το σπίτι του Φροσί. Και το Φροσί, ποια είναι ; Τι του είναι ;
του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα,
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα : από την παροιμιώδη αυτή φράση κρέμεται όλο το ποίημα τραγούδι.
Μιλά – αφηγείται – στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού μάλλον γυναίκα του σπιτιού. Όχι μόνο διότι η γυναίκα σερβίρει το φίλεμα, αλλά κυρίως διότι η γυναίκα διευθύνει τον οίκον επί των ηθών – την παντρειά παραδείγματος χάριν. Είναι η μητέρα του Φροσί ;
Η μιζέρια της επαρχίας. Σε κερνάνε γλυκό (του κουταλιού) και μέντα. Συμβατικότητα πνιγερή μέσα στην υποχρέωση να γίνει, και να γίνει πανομοιότυπα. Στυλ και ντεκόρ του ποιητή, για να πει το κύριο, το αποφασιστικό, τη δεύτερη, τη μεγάλη συμβατικότητα των ηθών της επαρχίας, γενικά αλλά και ειδικά. Δεν λέμε κουβέντα για ένα πράγμα, όχι διότι δεν έχουμε κάτι, και πολλά, να πούμε, αλλά διότι δεν θέλουμε να κακοκαρδίσουμε κανέναν, θέλουμε να τα έχουμε καλά με όλους, θύτες και θύματα. Μα δεν λέμε τίποτα επίσης διότι δεν έχουμε να πούμε κάτι που να έχει κάποιο νόημα, να συναντά κάπως τον κοινό νου, την κοινή λογική. Κυρίως όταν πρόκειται για ζήτημα, για γεγονός, που αγγίζει τα ήθη. Ε ! τότε η σιωπή κόβει φλέβες.
Για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα : από τη φράση κρέμεται όλο το ποίημα τραγούδι, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται και το τοπίο μέσα στο οποίο κρέμεται. Αυτό που μόλις είπα ήθη, δεν είναι άλλο από τον έρωτα. Τοπίο όμορφο όταν φιλεύεις, απαγορευμένος τόπος όταν βγάζεις γλυκό και μέντα.
Το γρήγορο πέρασμα στην πραγματική ηρωίδα του ποιήματος, μας αφήνει να σκεφτούμε ότι δεν μίλησαν σχεδόν καθόλου. Βουβαμάρα της αμηχανίας και της απύθμενης συμβατικότητας αιδημοσύνης. Του χωριού και της μικρής μας πόλης.
Μονάχα το Φροσί, με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα, του φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα
Η πιο όμορφη στροφή-στιγμή του ποιήματος. Μεγάλα γαλάζια μάτια, δακρυσμένα, βουρκωμένα, που δίνουν το χρώμα τους ακόμα και στα δάκρυα. Το Φροσί ήταν στη βουβή σάλα. Δεν μίλησε, φίλησε. Τα χέρια τ’ ακριβά ! Αυτά του φονικού και αυτά της δικαίωσης του φονικού, τα χέρια του έρωτά της, ίσως. Το Φροσί βγήκε από τη σάλα, για να κλάψει ίσως πολύ. Το δάκρυ της ήταν ήδη μιλιά με άφθαστο νόημα μέσα στην αμήχανη και ένοχη βουβαμάρα, την α-νόητη, δίχως νόημα. Το φιλί της, επίσης. Το κλάμα της, θα ήταν ίσως υποταγή, λύγισμα. Να ζητάει το αυτονόητο ; Να την αφήσουν οι συγγενείς να ζήσει – παρ’ όλ’ αυτά – τον έρωτά της με τον Γιάννη. Κι ας είναι Ο Γιάννης ο φονιάς αυτός, κι αυτή η «ατιμασμένη».
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει κι ούτ’ ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη
Για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα, στο πρώτο ρεφραίν. Κι ούτ’ ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη, στο δεύτερο. Από την παροιμιώδη φράση της απερίγραπτης υποκρισίας, στην φράση-στιγμή της αδυσώπητης αναλγησίας. Κρέμεται όλο το ποίημα τραγούδι, και κρεμάται επί γλώσσας ξύλου.
Τι σημαίνει : δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει ; Μήπως το «ν’ αντέξει» σημαίνει εδώ να νιώσει, να καταλάβει ; Μα, ήξεραν ότι πονά πολύ. Και τι έκαναν, έβαλαν κι αυτοί τα κλάματα ; Ή το «δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει», δηλώνει πως αυτός ο πόνος τους έκανε άφωνους ; Διότι δεν είχαν λύση ; Καταλάβαιναν τη φρικτή αδικία που κάνουν στο Φροσί και τον Γιάννη ; Όχι ! Ο στίχος είναι πιο δυνατός, και πρέπει μάλλον να διαβαστεί έτσι : παρόλο που όλοι οι συγγενείς ήξεραν τον αβάσταχτο πόνο της, ούτε ένας από αυτούς δεν βρήκε λέξη καμιά να πει, διότι αυτό που είχε συμβεί στο Φροσί ήταν ανείπωτο. Όλοι οι συγγενείς – μόνο συγγενείς του Φροσί υπήρχαν στη σάλα – τήρησαν τον απαίσιο νόμο της σιωπής, ενώπιον του μόνου μη συγγενή που ήταν ένας επισκέπτης, Ο Γιάννης ο φονιάς. Κατευθυνόμαστε προς την υπόθεση ότι συγγενής είναι αυτός που έκανε το μεγάλο κακό στο Φροσί, και στον Γιάννη, και το κακό αυτό είναι ανομολόγητο.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη
Έξοδος, χωρίς κάθαρση.
Ας παρατηρήσουμε τούτο : ο πρώτος στίχος του ποιήματος είναι επίσης και ο πρώτος στίχος της τελευταίας στροφής, με την ενδεικτική προσθήκη του καταληκτικού «κι». Εντέλει, μας λέει ο ποιητής, ο Γιάννης καταδικάστηκε για πάντα να φέρει τον τίτλο του φονιά.
Γιατί το όνειρο εχάθη ; Και ποιο ήταν ;
Εχάθη επειδή οι βουβαμένοι συγγενείς δεν βρήκαν λέξη συγγνώμης ; Επειδή πρόδωσαν τον έρωτα του Γιάννη για το Φροσί, και τον έρωτα που είχε το Φροσί για τον Γιάννη ; Ο έρωτας ίσως ήταν το όνειρο. Επειδή, όπως ο τίτλος του τραγουδιού το λέει, στο μίζερο χωριό της νεοελληνικής επαρχίας η ρετσινιά μένει για πάντα και δεν σβήνεται με τίποτα ; Επειδή δεν υπάρχει πια ο Γιάννης, αλλά υπάρχει μόνο Ο Γιάννης ο φονιάς ; Μα, καθώς το ξεκαθάρισε ευθύς εξαρχής η «εκπρόσωπος» των συγγενών, γιατί «για το φονικό, δεν είπαμε κουβέντα» ;
Το φονικό, δηλαδή ποιον και γιατί σκότωσε ο Γιάννης, δεν ξεκαθαρίστηκε καθόλου.
Γιατί να μην υποθέσουμε ότι το φονικό που έκανε ο Γιάννης ήταν επανάσταση για τα ήθη του χωριού ; Τα απαράδεκτα ήθη της ανήθικης υποκρισίας.
Γράφω τώρα την αρχική δική μου πραγματολογική εκδοχή, η οποία βέβαια και αυτή πλάσμα της φαντασίας μου είναι και τίποτε άλλο. Σκεφτόμουν ότι ο Γιάννης φόνευσε αυτόν που βίασε το Φροσί. Και το όνειρο εχάθη τελικά γι’ αυτόν το λόγο. Κάτι χάθηκε στον έρωτα του Γιάννη προς το Φροσί, και του Φροσί προς τον Γιάννη. Τι ;
Μελετώντας πάλι όλο το ποίημα και την τελευταία στροφή, νομίζω ότι όλα κρέμονται από αυτή τη βαριά επαρχιώτικη μίζερη και ένοχη σιωπή της σάλας και των συγγενών. Το όνειρο χάνεται μέσα σε αυτή τη σάλα για τον Γιάννη. Το Φροσί του φίλησε τ’ ακριβά χέρια, απόδειξη ότι τον αγαπά και τον θέλει ακόμα. Κανένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη παρότι ήξεραν και είδαν τον αβάσταχτο ακόμα και από αυτούς πόνο του Φροσί. Δεν ήταν όμως ο μόνος λόγος αυτής της αναλγησίας τους η ρετσινιά του Γιάννη ! Ήταν κάτι πιο βαθύ και πρόστυχο. Διπλά πρόστυχο. Ο βιαστής δεν καταδικάζεται στα μάτια τους· μπορεί άλλωστε να ήταν μέλος της οικογένειάς τους. Κι αν γίνουμε ακόμα πιο τολμηροί, καθόλου εξωπραγματικοί ή εξωκοινωνικοί, μπορούμε να υποθέσουμε το ανυπόθετο, το ανομολόγητο, ότι δηλαδή ο βιαστής του Φροσί ήταν ο ίδιος ο πατέρας της. Άρα το φονικό του Γιάννη δεν συγχωρείται. Μετά, το Φροσί είναι η βιασμένη ! Ένοχη και αυτή στα μάτια τους. Δεν την θέλουν ευτυχισμένη. Δεν θέλουν ν’ ανθίσει ο έρωτας του Γιάννη για το Φροσί και ο έρωτας που έχει το Φροσί για τον Γιάννη. Τον μάραναν αυτοί αφού θεωρούν τον Γιάννη φονιά για πάντα.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη.
Τι υποδηλώνουν τα μακρινά φεγγάρια που ξαναθυμάται ο Γιάννης ; Μήπως τις βόλτες του καλοκαιριού με την ερωμένη του, τα κρυφά βράδια των ερώτων τους ; Και μήπως ούτε και αυτό δεν θέλουν ν’ αποδεχτούν τα σκουριασμένα μυαλά των συγγενών της σάλας ; Πώς έβγαινε μαζί του το Φροσί αφού δεν ήταν παντρεμένοι ; Σίγουρα κάποιοι του χωριού θα την είχαν δει, και τι θα έλεγαν για το … τσουλί ; Μήπως, ακόμα και ο βιασμός της έχει σχέση με αυτό ; Πολύ γνωστή ιστορία των μικρο-κοινωνιών της μαύρης συντήρησης : αυτή που βγαίνει με τον εραστή της είναι η εύκολη.
Του καημού τ’ αγκάθι είναι τ’ όνειρο που εχάθη.
Αυτό το ποίημα – όπως τελικά κάθε έργο τέχνης – οφείλουμε να το «κατανοήσουμε» υπεράνω κάθε πραγματολογίας. Αν υπάρχει κάτι «πραγματικό» στο ποίημα του κυρ Νίκου, αυτό είναι ο έρωτας ! Ποιος έρωτας ; Αυτός του βιασμού, ο μισερός ! Κι αυτός της βιασύνης, ο ανθοφόρος ! Που τον μάρανε ο πρώτος !
Το βαθύ θέμα είναι διπλό : ο έρωτας στην επαρχία.
Η «επικαιρότητα» μ’ εγκαλεί ωστόσο. Αν ο βιασμός ήταν «αιμομικτικός», η ηθική της σιωπής της μίζερης επαρχίας, επιβιώνει ώς σήμερα στο Παρίσι. Και σίγουρα σε όλη τη Γαλλία, και όχι μόνο στα κλειστά, συντεχνιακά, επαρχιωτικο-πρωτευουσιάνικα κυκλώματα των «ελίτ». Η διαφορά σήμερα στη Γαλλία, και στην Ελλάδα, έγκειται στο γεγονός ότι οι πράξεις οι λεγόμενες «άσκησης σεξουαλικής βίας», βλέπουν το φως της δημοσιότητας, καταγγέλλονται, καταδικάζονται, και επισύρουν την παρέμβαση της δικαιοσύνης. Δηλώνω κατηγορηματικά ότι, στη Γαλλία τουλάχιστον όπου ξέρω πολύ καλά την κοινωνική κατάσταση, τα φαινόμενα αυτά δεν είναι καθόλου νέα. Η απίστευτα εκτεταμένη βία εναντίον των γυναικών, π.χ., έχει καταγγελθεί ήδη από το 2000. Πράγμα που σημαίνει, όμως – και έχω ανάγκη να τονίσω αυτή τη σκέψη –, ότι ούτε η δημοσιότητα ούτε η θέσμιση (ψήφιση νόμων, παρέμβαση της δικαιοσύνης), οπωσδήποτε αναγκαίες, δεν αντιμετωπίζουν το βάθος του προβλήματος. Διότι το βάθος του προβλήματος, και η ουσία του, είναι το ισχύον ερωτικο-σεξουαλικό κοινωνικό φαντασιακό. Η ριζική μεταβολή του, αποτελεί θέμα μιας άλλης συζήτησης.[1]
Μικρή σημείωση για τη νεοελληνική κοινωνία
Ο τεράστιος και πρωτότυπος αναλυτής της νεοελληνικής κοινωνίας, ο αχώριστος φίλος του ποιητή, ο Μάνος Χατζιδάκις, έπιασε το συνωμοτικό. Όχι όμως το υποκριτικό και το κυνικό. Η «συνωμοσία σιωπής» της σάλας είναι οικογενειακή υπόθεση. Η υποκρισία και η κυνικότητα είναι κοινωνική.
Το ποίημα το πιο αριστοτεχνικό του κυρ Νίκου είναι και το πιο μοναδικό· άψογη μορφή που συναντά βαθύ περιεχόμενο.
«Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα / μου τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα / … μάννα μου Ελλάς», έχει γράψει. Ψεύτικα λόγια : τα αρχαία στολίδια, τα αρχαία λούσα, τα αρχαία κάλλη, για να κρύβουν τη γύμνια του παρόντος. Είμαστε «στις αρένες του κόσμου». Και κουβαλάμε το ψέμα της νεοελληνικής εθνικής-εθνικιστικής ιδεολογίας. Στο ποίημα Ο Γιάννης ο φονιάς, ο Νίκος Γκάτσος λέγει κάτι άλλο – κι ας μην αρέσει στον Μαρξ. Τα ήθη της ιδιωτικής σφαίρας αποτελούν καίριο ζήτημα της νεοελληνικής κοινωνίας. Το είχε πει ο Μοντεσκιέ, για κάθε κοινωνία. Τα ήθη που αντιστέκονται σε κάθε πολιτική ιδεολογία και σε κάθε τρόπο παραγωγής. Είμαστε στις σάλες της οικογενειακής υποκρισίας. Δεν θα ήταν άστοχο να σκεφτούμε ότι το αρχαίο φτιασίδι, ψέμα φτιασιδωτό της δημόσιας σφαίρας, συναντά την ένοχη σιωπή απόκρυψης της αλήθειας μέσα στην ιδιωτική σάλα. «Ελλάδα, Ελλάδα, μάννα του καημού». Φροσί δάκρυ θαλασσί.
Υπήρξε κάτι αντίστοιχο στην αρχαία Ελλάδα ;
Κάποιος θα μπορούσε να μου πει : – «Αρχαία Ελλάδα, αχ ! αυτή είναι παλιά, πάλιωσε, γιατί μας την αναφέρεις ; ». – Αφού, με αυτή ζείτε, αυτή σας φουσκώνει τα στήθη από υπερηφάνεια, το μυαλό με άγνοια και τη ψυχή με διχασμό, θα του απαντούσα ευθέως. Τέλος πάντων.[2]
Ίσως κάτι αντίστοιχο υπήρξε. Είναι η δολοφονία από τους εραστές Αρμόδιο και Αριστογείτονα του Ίππαρχου, γυιου του τυράννου Πεισίστρατου. Θεωρήθηκε και υμνήθηκε και τραγουδήθηκε ως τυραννοκτονία, ήταν ωστόσο ένα πιο σύνθετο γεγονός. Διότι είχε υπάρξει ερωτική αντιζηλία, αλλά και καταφρονητική συμπεριφορά εκ μέρους των τυράννων προς τους τυραννοκτόνους. Αναντίρρητα, ερωτικό και ταυτόχρονα πολιτικό γεγονός.
Μα υπάρχει ένας Αριστοτέλης για να μας μιλήσει για αυτό. Και πριν ένας Ηρόδοτος κι ένας Θουκυδίδης. Στη Νέα Ελλάδα, ούτε Αριστοτέλης, ούτε κανείς άλλος για να μας πει κάτι το ουσιαστικό για τα ήθη της ιδιωτικής ζωής.[3] Βεβαίως, πριν τον Αριστοτέλη, υπάρχει η αττική τραγωδία. Αυτή τα λέει όλα. Δεν κρύβει τίποτα. Σοφοκλέους, Οιδίπους τύραννος, Αντιγόνη. Δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση με την ηθογραφική πεζογραφία της Νέας Ελλάδος ή και με την κορυφογραμμή των μυθιστοριογράφων, Βιζυηνός, Ροΐδης, Παπαδιαμάντης, Ταχτσής, Τσίρκας, Κουμανταρέας, Θέμελης. Ούτε με την κοινωνιολογία της καθημερινότητας του μοναχικού όσο και φιλότιμου Βασίλη Καραποστόλη.[4]
Έστω και με αυτό το ασύγκριτο μέτρο, το σιβυλλικό ποίημα του Νίκου Γκάτσου έχει κάτι να μας πει.
Οι παραπάνω γραμμές, με αφετηρία το ερώτημα αν υπήρξε κάτι αντίστοιχο στην αρχαία Ελλάδα, γράφτηκαν αυθόρμητα κατά την πρώτη γραφή της ανάλυσης του ποιήματος. Αφού ανάμεσα στην αρχαιοελληνική και τη νεοελληνική κοινωνία σύγκριση δεν είναι δυνατή, ομολογώ ότι αναρωτιέμαι τώρα πώς οδηγήθηκα έστω και αυθόρμητα σε μια τέτοια σύγκριση. Σύγκριση πιο συγκεκριμένα του φονικού της νεοελληνικής επαρχίας με τον φόνο στην πόλιν των Αθηναίων. Αποσαφηνίζω ότι η αντιστοιχία που αναζητούσα με το ερώτημά μου είχε ως κριτήριο την ανάδυση ή μη μιας δημόσιας συζήτησης για γεγονότα τα οποία συνήθως καλύπτει σιωπή υποκρισίας όταν αφορούν τα ήθη, και κυρίως τον έρωτα. Στην αναζήτηση αντιστοιχίας οδηγήθηκα ίσως από το βάθος τραγωδίας που έχουν και τα δύο γεγονότα. Και το βάθος τραγωδίας του φονικού της επαρχίας, το δημιουργούσε η τολμηρή υπόθεσή μου ότι ο βιαστής του Φροσί, τον οποίον σκότωσε ο Γιάννης, ο ερωμένος της, ήταν ο ίδιος ο πατέρας της.[5] Για να πατήσουμε γερά στην πραγματικότητα, ας πούμε τούτο. Κατά κάποιο τρόπο, ο Γιάννης έκανε το αντίθετο από αυτό που έκανε ο Άκης Πάνου !
Πριν προχωρήσω στη συζήτηση μιας ενδεχόμενης αντιστοιχίας των δύο γεγονότων, του φονικού της νεοελληνικής επαρχίας και του φόνου στην πόλιν των Αθηναίων, αντιγράφω την πιο συνθετική και λιγόλογη παρουσίαση που βρήκα όσον αφορά το γεγονός στην πόλιν των Αθηναίων. Και το κάνω διότι προέρχεται από μια μεγάλη πένα. Την πένα του άφθαστου Ιωάννου Συκουτρή.
Ο Αριστογείτων ήτον εραστής του Αρμοδίου, τον οποίον είχεν ερωτευθή και ο Ίππαρχος, ο δε Αρμόδιος είχεν ερεθισθή κατά του Ιππάρχου, διότι προσέλαβε την αδελφήν του. Αυτή, όχι η θρυλουμένη ελευθεροφροσύνη, ήτον η αφορμή της δολοφονίας του Ιππάρχου το 514, η οποία δεν εσήμαινε διόλου και την κατάλυσιν των Πεισιστρατιδών. Τους τυράννους εξεδίωξαν εκ των Αθηνών, όπως και από την άλλην Ελλάδα, οι Σπαρτιάται, συμμαχούντες με την επιχώριον αριστοκρατίαν. Αυτά τ’ απέδειξε τετραγωνικώτατα ο Θουκυδίδης 6, 54. Αλλ’ η επιστήμη δεν κατώρθωσε να εκβάλη από τας καρδίας των ανθρώπων ένα θρύλον, ο οποίος εξυμνεί το πανεύμορφον αίσθημα μιας φιλίας πιστής ως τον θάνατον, και τον οποίον απηθανάτισεν η λαϊκή ποίησις και η τέχνη η πλαστική εις τα συμπλέγματα του Αντήνορος και κατόπιν του Κριτίου και του Νησιώτου.[6]
Θα δώσω στη συνέχεια τις παραπομπές των έργων πέντε σημαντικών συγγραφέων που έχουν αναφέρει το γεγονός του φόνου του Ίππαρχου. Ο φόνος γίνεται το 514 προ της περιόδου μας, όπως γράφουν στα γαλλικά αυτοί που δεν θέλουν να γράψουν προ Χριστού. Δίνω και τις χρονολογίες του βίου των συγγραφέων αυτών, ώστε να φαίνεται η χρονική απόσταση της γραφής τους από το γεγονός.
Ηρόδοτος (γύρω 484 με 425), Ιστορίαι, Βιβλίο 5, 55-65, και Βιβλίο 6, 123.
Θουκυδίδης (460–γύρω 400-395), Ξυγγραφή, Βιβλίο 6, 54-59 και Βιβλίο 1, 20.
Αριστοφάνης (γύρω 450-445 με 385), Λυσιστράτη, στίχοι 630-635.
Πλάτων (428/427–348/337), Συμπόσιον, 182c.
Αριστοτέλης (384–322), Τα πολιτικά, Βιβλίο 5, 1311a 35, Αθηναίων Πολιτεία, 18, 2-6.
Ο απαιτητικός αναγνώστης, θα κάνει τον κόπο να διαβάσει τι υποστηρίζει κάθε συγγραφέας. Θα συνθέσω τα επίμαχα σημεία που αναδεικνύονται από τις απόψεις τους, και θα γράψω τη δική μου γνώμη.
Δύο είναι τα ερωτήματα που τίθενται. Πρώτον. Υπήρξε τυραννοκτονία ή πράξη ερωτικής αντιζηλίας ; Πράξη πολιτική ή πράξη προσωπικής αντιδικίας ;
Δεύτερον και επακόλουθο ερώτημα. Η πράξη αυτή συνετέλεσε στην κατάλυση της τυραννίας των γυιων του Πεισίστρατου ή όχι ;
Τα δύο ερωτήματα συνδέονται, στο βαθμό που οι συγγραφείς συνδέουν την αρνητική τους απάντηση στο δεύτερο ερώτημα με την άποψη – απάντηση στο πρώτο ερώτημα – ότι η δολοφονία του Ίππαρχου υπήρξε πράξη ερωτικής αντιζηλίας. Χωρίς να επιδιώκουν την απαξίωση της ερωτικής σχέσης του Αριστογείτονα και του Αρμόδιου, υποβιβάζουν κατά κάποιο τρόπο τα κίνητρα της πράξης τους, σε προσωπικά. Τα δύο ερωτήματα όμως μπορούν να θεωρηθούν και ως ανεξάρτητα, και αυτός είναι ο δρόμος της δικής μου σκέψης.
Καταρχάς, η πράξη του φόνου του Ίππαρχου, είχε ομαδική οργάνωση. Και ο στόχος ήταν μάλλον να φονευθούν και ο Ίππαρχος και ο Ιππίας. Δεύτερον, ερωτική αντιζηλία και προσβολή της αδελφής του Αρμόδιου υπήρξαν. Τα αντικειμενικά αυτά γεγονότα, δεν μειώνουν ούτε την πράξη ούτε τη σχέση των δύο εραστών. Αλλά ούτε κριτήριο της αξίας της πράξης τους μπορεί να είναι το κίνητρό της, ως απόδειξη εκ των υστέρων ότι δεν κατέλυσε την τυραννία. Θα μπορούσε η πράξη να ήταν «αμιγώς πολιτική» και όμως να μην είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την κατάλυση της τυραννίας. (Τι μπορεί να είναι αμιγώς πολιτικό ή αμιγώς οτιδήποτε άλλο, στα ανθρώπινα, δεν ξέρω.) Τέλος, οι συγγραφείς που αμφισβητούν την τυραννοκτονία, στοχαστές τόσο μεγάλοι όσο ο Αριστοτέλης ο πιο μεγάλος ίσως πολιτικός δημοκρατικός στοχαστής όλων των εποχών, ξεχνούν τούτο το πολιτικό και αναντίρρητο : ο Ίππαρχος και ο Ιππίας είχαν εξουσία. Τυραννική ή ηπιότερη, λίγο ενδιαφέρει. Ενώ ο Αριστογείτων και ο Αρμόδιος δεν ήταν παρά απλοί πολίτες.
Άρα, κατ’ εμέ, η πράξη τους πολιτική με την ευρεία έννοια είναι. Ωστόσο, αν ο Αριστοτέλης κυρίως, ο τελευταίος των σημαντικών συγγραφέων που γράφει για το γεγονός, έχοντας διαβάσει προφανώς όλους τους προηγούμενους, παρουσιάζει τα πραγματικά κίνητρα, προσωπικά κατ’ αυτόν, των δύο πρωταγωνιστών της πράξης στο κατεξοχήν έργο του πολιτικής σκέψης, Τα πολιτικά, κινείται από την ανάγκη να δείξει τις συνέπειες της τυραννίας ως πολιτεύματος. Δηλαδή, μέσα σε αυτό το πολίτευμα θέλει να πει, είναι δυνατόν οι άνθρωποι να εξεγείρονται και για «προσωπικούς» λόγους. Και στο χωρίο των Πολιτικών, για το οποίο έδωσα την παραπομπή παραπάνω, ο Αριστοτέλης παραθέτει πραγματικά γεγονότα τέτοιου χαρακτήρα που συνέβησαν και σε άλλες πόλεις τυραννικής διακυβέρνησης.
Οι σύγχρονοι αναλυτές και μεταφραστές οι οποίοι βλέπουν στα γραπτά του Θουκυδίδη και του Αριστοτέλη την επιδίωξη ν’ ανασκευάσουν το μύθο ή το θρύλο των τυραννοκτόνων, κάνουν λάθος. Η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία των δύο συγγραφέων έγκειται απλώς στο να επισημάνουν την πραγματική διάσταση της δολοφονίας του Ίππαρχου, η οποία δεν ήταν ίσως αυτή που της έδωσε ο θρύλος. Ωστόσο, ούτε η «τετραγωνικώτατη» απόδειξη του Θουκυδίδη ούτε και η επιστήμη, όπως τις βλέπει ο Συκουτρής, δεν θα μπορούσαν ν’ απαντήσουν στις αιτίες τέτοιων δημιουργιών του ανώνυμου συλλογικού. Η «θρυλουμένη ελευθεροφροσύνη», αποτελεί μια τέτοια δημιουργία. Θέλω επιπλέον να πω στον μεγάλο Ιωάννη Συκουτρή ότι δεν υπάρχει pure ελευθεροφροσύνη (pure, σημαίνει εδώ καθαρή, μη αναμεμειγμένη με τίποτε άλλο, αφηρημένη, ιδεατή). Ο καθείς διεκδικεί την ελευθερία του σε κρίσιμες σφαίρες της ζωής του· έστω και της ζωής του της «στενά» προσωπικής. Αλλιώς, η πολιτική είναι pure, αιθέρια, διεκδίκηση … της εξουσίας. Των χειμερινών ανακτόρων.
Τέλος, εξαιρουμένου απολύτως του Συκουτρή, όπως το βλέπουμε από το χωρίο που παρέθεσα και όπως το ξέρουμε από το έργο του[7], βλέπουμε καθαρά στους σύγχρονους ερμηνευτές και μεταφραστές αυτό που θα λέγαμε σήμερα ομοφοβία, ενώ ούτε ίχνος από κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στους αρχαίους συγγραφείς. Το στυλ τωνσύγχρονων αναλυτών, για να το διατυπώσω με απλά λόγια, είναι το εξής : «Έλα μωρέ, από ερωτική αντιζηλία σκότωσαν τον Ίππαρχο, και όχι επειδή ήταν τύραννος.» Τυραννοκτονία ή όχι, ο νεκρός ήταν ωστόσο τύραννος.
Και πριν ολοκληρώσουμε φτάνουμε ώς τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Στο βιβλίο του, Η Πόλις και οι νόμοι, αναλύοντας τη φιλίαν ως κύριο στοιχείο των διαπροσωπικών σχέσεων στην αρχαία Ελλάδα, και τύπο σχέσης που μπορεί να ευδοκιμήσει και ν’ αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα, γράφει : «Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί ν’ ανεχθεί τη φιλίαν. […] Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις για τυραννοκτόνους φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στην πολύ γνωστή περίπτωση του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα», σελίδες 266-267. Όλα, σχεδόν, τα λέγει εδώ ο μεγάλος στοχαστής, μόνο ένα αποσιωπά, πολύ σημαντικό και κρίσιμο, το γεγονός ότι ο «Αριστογείτων ήτον εραστής του Αρμοδίου», όπως έγραφε από το 1934 τουλάχιστον ο Συκουτρής, του οποίου ο Καστοριάδης είχε παρακολουθήσει τις πανεπιστημιακές παραδόσεις. Φύλλο συκής η λέξη φίλοι στην πένα του μεγάλου στοχαστή, για να μη γράψει εραστές. Θα επανέλθω με λίγα λόγια παρακάτω.
Μετά την ανάλυση του γεγονότος στην πόλιν των Αθηναίων, το ερώτημα τίθεται τώρα αυστηρά και όχι αυθόρμητα. Υπάρχει σύγκριση, δηλαδή είναι δυνατόν να γίνει σύγκριση, και να βρεθούν αντιστοιχίες, ανάμεσα στους δύο φόνους ;
Το φονικό της επαρχίας, θαμμένο στη σιωπή και στην υποκρισία, δεν είναι, ή τουλάχιστον δεν αποτέλεσε, δημόσιο γεγονός. Έγκλημα υπήρξε, διότι υπάρχει Ο Γιάννης ο φονιάς. Στα ψιλά του αστυνομικού δελτίου των εφημερίδων θα πέρασε, όπως και η συνέχειά του, η δίκη του Γιάννη. Κάποιος κόσμος, όχι απαραίτητα οι αναγνώστες των εφημερίδων, θα έμαθε ποιον σκότωσε ο Γιάννης και γιατί. Μα ώς εκεί· η ιστορία αυτή, οικογενειακής τραγωδίας, κλείνει εδώ. Τάφος σιωπής την σαπίζει. Το φονικό της επαρχίας, δεν είναι ούτε πολιτικό γεγονός, με τη στενή τουλάχιστον έννοια. Με βάση τα παραπάνω, σύγκριση των δύο φόνων, δεν είναι δυνατόν να γίνει.
Και όμως ! Υπάρχει αναμφίβολα ένα στοιχείο που αναδύεται αναπάντεχα κάποια χρόνια μετά. Είναι το ποίημα του Νίκου Γκάτσου, που έγινε τραγούδι από έναν Μάνο Χατζιδάκι, και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο Αθανασία, του 1976. Είναι το ποίημα που μας έδωσε το ωραίο ταξίδι της ανάλυσής του.
Ακόμα κι αν είχε στο νου του ένα πραγματικό γεγονός, ο Νίκος Γκάτσος με το ποίημα τραγούδι Ο Γιάννης ο φονιάς, το οποίο καλλιτεχνεί από την αρχή μέχρι το τέλος ως αινιγματικό και «συνωμοτικό», αναδεικνύει ένα δημόσιο, πολιτικό, και τελικά πλήρως κοινωνικό ζήτημα. Ελπίζω να το έδειξα με την ανάλυσή μου. Είναι το βαθύ θέμα του έρωτα στη μίζερη ζωή της νεοελληνικής επαρχίας.
(Σαράντα χρόνια μετά – 1975 ας πούμε ο Νίκος Γκάτσος, 2015 ένας άλλος ποιητής του τραγουδιού – ο Μάνος Ελευθερίου, αναδεικνύει σπαραχτικά το ίδιο ζήτημα. Διαβάστε σας παρακαλώ το ποίημα Στη χώρα των αθώων. Εμπνευσμένο από πραγματικό γεγονός, κατά την ίδια την ομολογία του ποιητή. Για το πραγματικό γεγονός γράφω στο πρώτο κείμενο του μικρού παραρτήματος που ακολουθεί.)
Αρχίζω να διαμορφώνω την απάντησή μου στο ερώτημα που έθεσα στην κορυφή αυτών των γραμμών. Μέσα στην πνιγηρή άπνοια κριτικής κοινωνικής σκέψης στη Νέα Ελλάδα, σε φοβερή αντίθεση με την αρχαιοελληνική δημιουργία, υπάρχουν ποιητές που έχουν κάτι να μας πουν. Δεν υπάρχει κανείς Αριστοτέλης, ούτε θα υπάρξει μάλλον στο μέλλον, υπάρχουν όμως ποιητές δεμένοι με το τραγούδι, που είναι η πιο έξοχη καλλιτεχνική και στοχαστική δημιουργία της νεοελληνικής κοινωνίας. Αυτοί οι τραγουδοποιοί ποιητές θέτουν το ζήτημα της νεοελληνικής επαρχίας, που είναι απ’ ό,τι φαίνεται όλη η νεοελληνική κοινωνία. Εντούτοις, το ότι ο κυρ Νίκος δεν τολμά να είναι πιο σαφής, και αυτό κάτι λέει. Φανερώνει τα όρια της κριτικής της κοινωνίας μέχρι τώρα.
Ας μπούμε σε ακόμα πιο βαθιά νερά. Άπατα. Το ζήτημα που θέτουν οι τραγουδοποιοί ποιητές είναι η ελευθερία του έρωτα. Ως προς τον έρωτα όμως ούτε ο Αριστοτέλης είναι τόσο θερμός.[8] Ενώ στοχαστές του ύψους της Χάννας Άρεντ και του Κορνήλιου Καστοριάδη δεν τον αγγίζουν καν. Παράξενο μεν. Αληθέστατο δε. Να τα τεράστια ερωτηματικά, ανυποψίαστα στο ξεκίνημα, που άνοιξε η ανάλυση του περίτεχνου ποιήματος του Νίκου Γκάτσου. (Και αφήνω για την ώρα τη γνώμη που έχω για το σύνολο του έργου του. Αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα.)
Έχω από καιρό διατυπώσει τούτη την άποψη. Αν γραφτεί η ανθρώπινη ιστορία από την οπτική γωνία του έρωτα, όλα αλλάζουν. Η ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας, των ανθρώπινων κοινωνιών, δεν είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, είναι μια τρομαχτική δεινή πολυμορφία θρησκειών, οικογενειών, εκπαίδευσης, παιδείας, εργασίας, έρωτα, φιλίας, δημιουργίας καλλιτεχνικής και στοχαστικής, και πολλών άλλων πραγμάτων. Ο έρωτας, το χαϊδεμένο παιδί της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, είναι το ξεχασμένο, απωθημένο στην ουσία, θέμα της ιστορίας, και όλων των ανθρωπιστικών σπουδών.
Λαϊκό τραγούδι
Το ταξίδι με αφετηρία την ανάλυση ενός λαϊκού τραγουδιού, φτάνει προσωρινά στο τέλος του. Λαϊκό τραγούδι, νεοελληνικό κοινωνικό τραγούδι· να κάτι κοινό με το δήμον των Αθηναίων. Η πράξη των εραστών Αρμόδιου και Αριστογείτονα, έγινε έμπνευση για σκόλια, δημώδη άσματα των αρχαίων Αθηναίων. Κι είναι πολύ ενδεικτικό ότι ο δημιουργός των τραγουδιών αυτών, το ανώνυμο συλλογικό, εμπνέεται διότι θεωρεί την πράξη τους τυραννοκτονία, πράξη πολιτική υπέρ της ισονομίας.
Εν μύρτου κλαδί το ξίφος φορήσω Μέσα σε κλωνάρι μυρτιάς θα κρατώ το ξίφος μου
ώσπερ Αρμόδιος κ’ Αριστογείτων όπως ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτονας
ότε τον τύραννον κτανέτην όταν σκότωσαν τον τύραννο
ισονόμους τ’ Αθήνας εποιησάτην κι έφεραν την ισονομία στην Αθήνα
Η φιλολογία για τους στίχους αυτούς είναι ατελεύτητη.[9] Ο Αριστοφάνης, πέρα από την παραπομπή λίγες σελίδες παραπάνω, τους αναφέρει και στις κωμωδίες του : Αχαρνείς, στίχοι 980 και 1093, και Σφήκες, στίχοι 1225-1226. Δεν θα γράψω για την ισονομία, η οποία θεωρείται η αρχική ονομασία της δημοκρατίας, και κάτι υπέρτερο από αυτή, διότι δεν περιέχει τις έννοιες άρχω και κρατώ, που δίνουν μοναρχία, ολιγαρχία, και δημοκρατία. Η παρατήρηση αυτή δίνει το δικαίωμα στην Χάννα Άρεντ να υποστηρίξει ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήξεραν τη διαίρεση κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, την οποία εισήγαγαν στην πολιτική σκέψη ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, αντιγράφοντας την οργάνωση του οίκου. Έχω γράψει αλλού για τη γόνιμη αυτή ιδέα της μεγάλης πολιτικής στοχάστριας. Είναι αλήθεια ότι χρειάζεται πολλή συζήτηση. Κάνει οπωσδήποτε σοβαρό λάθος ως προς τον Πλάτωνα, και σοβαρότατο ως προς τον Αριστοτέλη ο οποίος, από τις πρώτες κιόλας φράσεις των Πολιτικών του, αναφέρει σαφέστατα τη διάκριση οίκου και πόλεως. Αναφέρω μόνο την κατάληξή μου. Η σκέψη της Χάννας Άρεντ μας ωθεί να σκεφτούμε τη δυνατότητα μιας κοινωνίας χωρίς κυβέρνηση. Όχι ακυβέρνητης, και χωρίς αυτό που ο Καστοριάδης ονόμασε ρητή εξουσία, ύπαρξη δηλαδή ρητή νόμων. Αλλά χωρίς αυτό που λέμε πολύ απλά και φυσικά σήμερα κυβέρνηση, λες και είναι ασυζητητί το άπαν της πολιτικής. Χωρίς μια συγκεντρωτική κεντρική «εξουσία», μικρού αριθμού ανθρώπων με έναν επικεφαλής, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ασκούν αυτή την αντιδημοκρατική εξουσία βάσει λαϊκής εντολής.
Θα γράψω όμως μόνο μια ευτράπελη ερμηνεία του πρώτου στίχου, για να τελειώσουμε με γέλιο. Επειδή, κατά τας γραφάς, οι τυραννοκτόνοι δεν έφεραν ξίφος, αλλά εγχειρίδιον (Θουκυδίδης). (Στιλέτο, θα λέγαμε σήμερα. Που δεν θα χρειαζόταν ελατήριο αφού … το ελατήριο ήταν ερωτικό.) Το ξίφος άλλωστε δεν χωρά, για να κρυφτεί, σε κλαδί μύρτου. Επειδή οι λέξεις σκίφος, ξίφος, σημαίνουν επίσης το ανδρικό όργανο, και η λέξη μύρτος το γυναικείο αιδοίο[10]. Επειδή, τέλος, ο χρόνος του ρήματος φέρω (φορήσω), σε αυτόν το στίχο, σημαίνει θα φέρω συχνά ή συνήθως, επανάληψη και συνήθεια. Για όλους αυτούς τους λόγους, σοφοί αναλυτές σκέφτηκαν ότι ο στίχος αυτός σημαίνει συμβολικά, αλληγορικά, την (ετεροφυλόφιλη) ερωτική πράξη.
Εν μύρτου κλαδί το ξίφος φορήσω Μέσα στο μύρτο κρύβεται συχνά το πουλί μου.
Έχω γράψει ότι η κρατική ιδεολογία της «ιστορικής συνέχειας» καταργεί στην ουσία την αρχαιοελληνική δημιουργία.[11] Μας λένε συνεχώς ότι το λαϊκό τραγούδι έχει ως βάση τη βυζαντινή μουσική. Ξένοι μελετητές, πολύ πιο αντικειμενικοί και αμερόληπτοι, καλύτερα ενημερωμένοι, σκέφτονται το αντίθετο. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι οι ρίζες του είναι πολύ πιο βαθιές.[12] Ωστόσο, το νεοελληνικό λαϊκό και βαθιά κριτικό κοινωνικό τραγούδι, είναι πρωτότυπη αυθεντική δημιουργία της νεοελληνικής κοινωνίας· τραγούδι των πόλεων, με παλιές ρίζες και αφετηρίες, που εμφανίζεται ας πούμε κατά την αρχή του εικοστού αιώνα. Ένα τέτοιο τραγούδι αναλύσαμε. Και έπεται συνέχεια. Για να δούμε επιτέλους τι πραγματικά δημιούργησε το έξοχο η νεοελληνική κοινωνία στα 200 χρόνια από τη δημιουργία της. Τι δημιούργησαν κυρίως οι απλοί άνθρωποι στην καθημερινότητά τους, συνυφαίνοντας τις αντιφάσεις της ζωής με το φιλότιμο και το γλέντι.
Επίλογος
Νεο-ελληνική κοινωνία ! Ένα ψέμα. Αφού το ελληνική είναι προβληματικό, το νεο- είναι το απόλυτο ψέμα. Και το ελληνική είναι προβληματικό, διότι στην ουσία είναι ελληνο-χριστανική, δηλαδή επακριβώς χριστιανική. Η χριστιανοσύνη ως στοιχείο «εθνικής ταυτότητας» υπερέχει, «διακυβερνά τα της ψυχής άπαντα».
Τι θα σήμαινε άλλωστε χωρίς ψέμα νέα ελληνική κοινωνία ; Nέα ελληνική κοινωνία, αν σημαίνει κάτι θα μπορούσε να είναι μια κοινωνία που δεν φυλακίζεται στο παρελθόν της, και μάλιστα με διπλοσφράγιστες πόρτες. Μια κοινωνία πολιτική, ούτε αρχαιόπληκτη ούτε βυζαντινοκρατούμενη χριστιανικής ορθοδοξίας. Μια κοινωνία που έχει μια άλλη σχέση με το παρελθόν, σχέση ελευθερίας, και όχι τυφλής υποταγής που είναι η θρησκευτική ετερονομία. Μια νέα κοινωνία, νέα δημιουργία.
Χωρίς να πέφτουμε στον μονισμό, στο μόνο αίτιο ή στον μοναδικό παράγοντα, καθοριστικά στοιχεία υπάρχουν στην ιστορία. Στοιχεία-επιλογές που συνενώνουν πολλούς παράγοντες και έχουν πολλές συνέπειες. Το καθοριστικό στοιχείο υπήρξε ο ιστορικός συμβιβασμός της κατασκευής της «εθνικής ταυτότητας» της κοινωνίας μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους ως σύνθεση του «ελληνισμού» και ταυτοχρόνως του «χριστιανισμού» : Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών ![13]
Σας καθησυχάζω, δεν προτείνω ν’ αλλάξουμε όνομα, μόνο μυαλά. Ούτε προτείνω την αρχαία Ελλάδα ως μόνη αναφορά. Σκέφτομαι όμως ότι θα ήταν δυνατόν να έχουμε θέσει το ερώτημα : τι είμαστε εμείς σήμερα. Ποτέ δεν είναι αργά· μπορούμε πάντα να το επιχειρήσουμε. Και ίσως να είχαμε απαντήσει ότι είμαστε ένας πολιτικός λαός, με γλώσσα δημοτική και δημοκρατικούς θεσμούς. Όχι ! πρέπει να ξεχάσουμε την κατηγορία «λαός», διότι είναι φυλετική[14]. Το διατυπώνω καλύτερα. Θέλουμε να είμαστε μια πολιτική κοινωνία με δημοκρατικούς θεσμούς.
Η θρησκεία ελεύθερη, οι θρησκείες ελεύθερες, στην πολιτική κοινωνία των δημοκρατικών θεσμών. Και η θεσμισμένη Εκκλησία, η Εκκλησία της Ελλάδος, στο ρόλο της. Χωρίς όμως την παρανοϊκή ιδέα της αναγνώρισης της θρησκείας της Ανατολικής Ορθοδόξου Θρησκείας του Χριστού ως συστατικού στοιχείου αυτού που ονομάζουν εθνική ταυτότητα.
Στην Ελλάδα, έχουμε κάτι περισσότερο από θρησκεία (θεσμισμένη θρησκεία) και από Εκκλησία (θεσμισμένη ως Εκκλησία της Ελλάδος). Έχουμε, δηλαδή, κάτι περισσότερο από επίσημη θρησκεία (ή επικρατούσα θρησκεία κατά τη διατύπωση του Συντάγματος). Κάτι περισσότερο ακόμα και από μοναδική θρησκεία. Στην Ελλάδα έχουμε μία συγκεκριμένη θρησκεία, για την ακρίβεια ένα συγκεκριμένο δόγμα, που ονομάστηκε γενικώς Ορθοδοξία, το οποίο διεκδικεί και προφανώς πέτυχε πλήρως ν’ αποτελεί στοιχείο θεμελιώδες και ομοούσιο της «εθνικής ταυτότητας». Επαναλαμβάνω, το σύνθημα της δικτατορίας, λέγει όλη την αλήθεια : Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών.
Η σκέψη έρχεται αμέσως· αυτό που έγραψα παραπάνω, στη σημείωση 13, για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, είναι ανεπαρκές. Αν θέλουμε να γίνουμε πολιτική κοινωνία και δημοκρατική, ελεύθερων πολιτών, δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί η σαφέστατα ολοκληρωτική συγκρότηση της νεοελληνικής κοινωνίας ως προς τη θρησκεία.
Αυτό σήμερα είναι δυνατόν. Και όμως λένε ακόμα οι πολλοί όχι, συμμετέχοντας στην απάτη της κατασκευασμένης ταυτότητας. Δεν γνωρίζω αν είναι οι περισσότεροι, διότι ποτέ δεν συζητήθηκε ουσιαστικά το ζήτημα αυτό. Ξέρω, ανεπαρκώς όμως, την υπόθεση της αστυνομικής ταυτότητας.[15]
Η «ταυτότητά» μας, να μην είναι ούτε αρχαιοπληξία εθνικιστική («Εμείς οι Έλληνες είμαστε οι πιο σπουδαίοι στον πλανήτη γη.»), ούτε θρησκευτική («Ο Έλλην είναι χριστιανός ορθόδοξος.»). Να είναι απλώς πολιτική· θεμελιωμένη σε διακηρυγμένες αρχές, με ισχυρότατο θεμέλιο το αχώριστο δίπολο ελευθερία-ισότητα. Αρχές : αστείρευτες πηγές έμπνευσης και δημιουργίας· για να συμπληρώνεται πάντοτε το ερώτημα : ποιοι είμαστε ; με το αξεχώριστο και πού πάμε ;[16] Αυτό το απλό προτείνω. Είναι σήμερα δυνατόν.
Νεο-ελληνική γλώσσα ! (Είναι επίσημη διά νόμου η ονομασία αυτή. Νόμος 309/1976.) Ελληνική μεν, νέα δε ! Δηλαδή, τι ; Τίποτα ! Ψέμα ! Και υποκρισία !
Αναλύω πώς αντιμετωπίζω το ζήτημα της γλώσσας στο κείμενό μου, το οποίο αναφέρω στη σημείωση 2. Για να εξηγήσω όμως το νόημα αυτών των «θαυμαστικών» φράσεων αυθόρμητης γραφής, αρκούμαι στα παρακάτω. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι έχουμε μια νεοελληνική γλώσσα, συνέχεια της αρχαίας ελληνικής, αυτό δεν αρκεί καθόλου για να φτιάξει «εθνική ταυτότητα»· μέσα στην αέναη κίνηση της κοινωνίας, χωρίς την ακινησία της «ταυτότητας» και την υπεροψία του «εθνικού», η έννοια αυτή διατυπώνεται δυναμικά με τη φράση : ποιοι είμαστε και πού πάμε. Διότι η γλώσσα είναι φορέας σημασιών. Με ποια «γλώσσα», λοιπόν, θα μιλήσουμε, δηλαδή με ποιες σημασίες ; Με την αττική (της φιλοκαλίας, της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας), με την ευαγγελική (της θεοκρατικής αυτοκρατορίας), ή με αυτή του Ανωνύμου του Έλληνος ;[17]
Τίποτα ! Ψέμα ! Και υποκρισία ! Έτσι οικοδομήθηκε και οικοδομείται η κοινωνία και η ζωή μας σε αυτή !
Αχ, για τα ήθη δεν μιλάμε … εκτός και αν πρόκειται για τα ήθη των άλλων ! Χωριό η νεοελληνική κοινωνία, ένα ψέμα. Τι την ψάχνεις, τη δουλειά, γιατί πήγε στη φυλακή ; Αφού κανείς δεν θέλει να μιλήσει για το φονικό. Και κανείς συγγενής – οικογένεια, η άλλη μιζέρια – να πει δεν βρήκε λέξη. Κανείς δεν θέλει να μιλήσει, ενώ όλοι ξέρουν. Υποκρισία κοινωνική απαίσια και σιωπή ενοχής. Αν ήταν στο διπλανό σπίτι, ή στο διπλανό χωριό, όλοι θα μιλούσαν και θα ’ριχναν πέτρες.[18]
Η μίζερη ζωή της ελληνικής επαρχίας, ακόμα σήμερα που μιλάμε. Πώς να ζήσουν και να προκόψουν σε αυτή οι νέοι ; Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της Νέας Ελλάδος στο Λεκανοπέδιο Αττικής. Η νέα αττική τραγωδία, ή ιλαροτραγωδία. Η νέα Αττική Οδός.
Και όμως, έχει πλοίο για σε, έχει οδό. Το ερώτημα ποιοι είμαστε και πού πάμε, είναι ανοικτό.
νίκος ηλιόπουλος
Παρίσι, Ιούλιος 2020 – Απρίλιος 2021
Παράρτημα
Χρονικό και αιτιολόγηση του κειμένου που ακολουθεί
Όπως φαίνεται λίγο παραπάνω, δούλεψα την ανάλυση του ποιήματος του Νίκου Γκάτσου αρκετούς μήνες, με μεγάλες φυσικά διακοπές. Στα μισά της διαδρομής, η έρευνα για ένα ποίημα του Μάνου Ελευθερίου, με οδήγησε σ’ ένα γεγονός το οποίο είχα παραλείψει να σκεφτώ εντελώς. Η παράλειψη αυτή μου φάνηκε ασυγχώρητη. Και έσπευσα να επανορθώσω το λάθος μου. Αυτή η πηγαία ανάγκη με οδήγησε να γράψω μια μέρα του τέλους της προηγούμενης χρονιάς, 28 Δεκεμβρίου 2020, το μικρό επίμετρο που θα διαβάσετε. Αν άφηνα το παρακάτω κείμενο αποσπασμένο από τις συνθήκες γραφής του, ο χαρακτήρας του θα φαινόταν πολύ αινιγματικός. Τώρα όμως είναι όλα σαφέστερα.
Παραλείψεις ασυγχώρητες, πρώτη
Τραγωδίες ζωής
ή
Η ελευθερία του έρωτα
Αρχίζω έτσι λόγω ημερών. Δεν υπάρχουν ευχάριστα ή δυσάρεστα θέματα. Υπάρχουν μόνο θέματα γνήσια και αυθεντικά, ή όχι.
Ξανάπιασα σήμερα για να το τελειώσω ένα κείμενό μου στο οποίο είχα βάλει ως επίγραμμα έναν στίχο του Μάνου Ελευθερίου. Θέλησα να επιβεβαιώσω τη χρονολογία της γραφής του ποιήματος, το οποίο μελοποιήθηκε το 2020. Είναι πράγματι το 2015. Έψαξα έτσι λίγο περισσότερο το γεγονός το οποίο ενέπνευσε τον ποιητή. Το ποίημα λοιπόν γράφτηκε το 2015 για να μελοποιηθεί, σύμφωνα με την εκφρασμένη επιθυμία του δημιουργού, αλλά έγινε τραγούδι το 2020. Συμμετέχει ώς έναν βαθμό και η μελοποίηση στην παράλειψη.
Κρίμα ! Είχα τότε θεωρήσει το γεγονός κάτι σαν «βρώμικη ιστορία». Δεν ήταν μια βρώμικη ιστορία, ούτε αστυνομικό δελτίο. Ήταν μια τραγωδία της σύνολης νεοελληνικής κοινωνίας. Εν έτει 2015. Φαίνεται άλλες ήταν τότε οι προτεραιότητες της σκέψης μου, που δεν απαλλάχτηκε φαίνεται ακόμα από τα κουσούρια της να βλέπει την πολιτική ως ενασχόληση με τα παιχνίδια της κυβερνητικής εξουσίας. Ήταν Μάρτιος του 2015.
(Κάποιο άλλο γεγονός, που ίσως συνέβη 50 χρόνια πριν, ενέπνευσε ίσως αργότερα ένα άλλο ωραίο τραγούδι. Αυτά όμως τα «ίσως» δεν έχουν μεγάλη σημασία, όπως θα δούμε στην ανάλυση του τραγουδιού, δηλαδή στο κείμενο για το οποίο μίλησα στην αρχή. Διότι άλλο είναι το κοινό σημείο των δύο ποιημάτων.)
Έβαλα μια φράση ερωτηματική στη μηχανή έρευνας του διαδικτύου κι έπεσα σ’ένα πολύ ωραίο κείμενο μιας μητέρας για την κόρη της. Όαση παιδαγωγική το κείμενο. Μόλις θα σας αποκαλύψω και τον τίτλο του ποιήματος του Μάνου Ελευθερίου, θα καταλάβετε περί τίνος πρόκειται. Συμμετέχω κι εγώ με τις ασυγχώρητες παραλείψεις μου, όπως βλέπετε, στη συνωμοσία σιωπής. Ομερτά που τη λέει ο ποιητής. Μιλήσανε πολύ για το γεγονός, και τις αποτρόπαιες αιτίες του, αλλά μέχρι εκεί. Τι υπήρχε στο βάθος ; Δηλαδή στην πιο έκδηλη επιφάνεια. Τάφου σιωπή.
Θα σας γράψω όμως τώρα τη θεμελιώδη ιδέα που μου γέννησε το γεγονός. Είναι τούτη. Δεν είναι ο μόνος σκληρός πυρήνας της ανελευθερίας – ή της ελευθερίας, πάρτε το όπως θέλετε, αλλά είναι ένας από τους πιο σημαντικούς. Ο έρωτας θέλω να πω. Ανελευθερία στον έρωτα είναι θάνατος ! Σκληρός πυρήνας που αντέχει σαν το κουκούτσι και στα πιο εύγεστα και καλλιεργημένα φρούτα.
Δεύτερη σκέψη. Συνεπής στο κείμενο για τις εντυπώσεις μου από Ελλάδα αυτό το καλοκαίρι, εν μέσω κορωνοϊού, στο οποίο έδωσα τον τίτλο Η πραγματική κατάσταση μιας κοινωνίας είναι η πραγματική ζωή των ανθρώπων της, αναρωτιέμαι : Θα συνετιστούμε άραγε κάποτε για να δούμε τι είναι η κοινωνία και η πολιτική ;
Θυμήθηκα επίσης μια φράση που είχα γράψει στο πρώτο μου βιβλίο. Μιλούσα για την οικολογία των ανθρώπινων σχέσεων. Την οποία θεωρούσα τότε πιο σημαντική από την άλλη τη γνωστή οικολογία. Δεν ξέρω αν θα τις εξίσωνα τώρα, κάτω από την πίεση που μας ασκεί η πανδημία. Η οικολογία είναι διακύβευση διάσωσης του πλανήτη. Η οικολογία των ανθρώπινων σχέσεων είναι διακύβευση βαθέματος της ελευθερίας. Η οικολογία απαιτεί εγκατάλειψη του παραγωγισμού, με την πιο γενική έννοια, για να μη βρεθούμε αναγκαστικά σε περιόδους μόνιμης μάσκας και μονομανίας προφύλαξης της υγείας, ως δήθεν υπέρτατης αξίας. Η οικολογία των ανθρώπινων σχέσεων διεκδικεί την διάρρηξη κάθε περιορισμού που επιβάλλουν τα καθιερωμένα μονοσήμαντα μοντέλα. Ελευθερία ή θάνατος, είναι η σημαία των ερωτικών σχέσεων. Και η οικολογία ας μας προλάβει από το δίλημμα : θάνατος ή ελευθερία.
Υπάρχει κάτι αντίστοιχο στη γαλλική κοινωνία ; Τη σημερινή. Ναι !
Το γεγονός συνέβη βράδυ, 11 Νοεμβρίου 2016. Σε πλατεία δίπλα στον κεντρικό σταθμό της Λυών. Ένα ζευγάρι φιλιέται σε μια στάση λεωφορείων. Μια ομάδα νέων αγοριών τους επιτίθεται. Ένα αγόρι 20 χρονών, ο Marin, λαμπρός φοιτητής, τρέχει να βοηθήσει το ζευγάρι. Είναι με το κορίτσι του, και λέει στους διώκτες των ερωτευμένων : «Επιτέλους, έχουμε το δικαίωμα να φιλιόμαστε όπου θέλουμε.» Ένας δεκαεφτάχρονος τον κτυπά άγρια από πίσω στο κεφάλι με δεκανίκι μεταλλικό. Μένει σε κώμα για πολλές εβδομάδες, και τώρα του έχουν μείνει πολύ σοβαρά νευρολογικά και κινητικά προβλήματα. Η γαλλική Πολιτεία τον παρασημοφορεί, οι γονείς του ιδρύουν σύλλογο με τον τίτλο La tête haute (Ψηλά το κεφάλι) για να βοηθήσει όσους υποφέρουν από εγκεφαλικές κακώσεις. Για το γεγονός γράφτηκε τραγούδι. Ο Marin έγραψε ότι δεν θα ξαναγίνει ποτέ αυτός που ήταν.
Ακούστε τώρα κάτι παράξενο που μας οδηγεί σε πολλές σκέψεις. Η αρχική δημοσιογραφική πληροφορία, για το γεγονός που αφηγήθηκα παραπάνω, ήταν ότι το ζευγάρι που φιλιόταν σε μια στάση λεωφορείων, το αποτελούσαν δύο άνδρες ! Και για μεγάλο χρονικό διάστημα, όλοι οι σχολιασμοί είχαν ως αφετηρία την άποψη ότι ο Marin υπερασπίστηκε την ελευθερία της ιδιαιτερότητας κατά κάποιο τρόπο και όχι ακριβώς την ελευθερία του έρωτα. Αποδείχτηκε οριστικά, κατά τη διάρκεια της δίκης που επακολούθησε για το γεγονός, ότι επρόκειτο για ένα «κανονικό» ετεροφυλόφιλο ζευγάρι. Ποιες είναι οι σκέψεις που μας γεννά το «παράδοξο» ;
Πρώτον. Η δημοσιογραφική πληροφορία είναι πολλές φορές «ιδεολογικά» προσανατολισμένη. Τι θα προκαλούσε περισσότερο θόρυβο «δημοσιογραφικά» ; Προφανώς ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι που φιλιέται δημοσίως, και μάλιστα ζευγάρι ανδρών. «Ιδεολογικά» προσανατολισμένη, όμως, είναι και η «κοινή γνώμη», των σοφών αναλυτών συμπεριλαμβανομένων. Δεύτερον. Η κύρια συνέπεια αυτού του προσανατολισμού δεν είναι η παραπληροφόρηση. Η μη ακριβής πληροφόρηση είναι προφανώς κατακριτέα. Η κύρια συνέπεια αυτού του προσανατολισμού είναι ότι μειώνεται έτσι η αξία της πράξης του Marin. Γιατί ; Διότι, ο Marin δεν υπερασπίστηκε την ελευθερία μιας «μειονότητας», ο Marin υπερασπίστηκε την ελευθερία όλων !
Και οι δημοσιογράφοι, κυρίως οι «προοδευτικοί», που δεν ερευνούν αντικειμενικά και ανιδιοτελώς την ακρίβεια των γεγονότων, νομίζοντας ότι με τον θόρυβο βοηθούν την ελευθερία, ούτε την βοηθούν στην ουσία ούτε είναι οι ίδιοι ελεύθεροι.
Χείμαρρος η σκέψη μου· δεν φταίω εγώ. Αφήνοντας ένα χρόνο μετράμε, μετράω, τις παραλείψεις. Έγραψα παράλειψη πρώτη, διότι σίγουρα θα διαπιστώσω και άλλες. Εξίσου ασυγχώρητες. Τραγωδίες ζωής κι ανελευθερίας ή ελευθερίας του έρωτα, όπως αυτές του Βαγγέλη και του Marin.
νίκος
Παρίσι, 28 Δεκεμβρίου 2020
Παράρτημα 2
mail, με τίτλο : Τα «βάσανά» μου, Σάββατο, 6 Μαρτίου 2021
Το έγραψα αυθόρμητα, ως καρπό εκείνης της μέρας, σε δύο φίλους. Το παραθέτω εδώ διότι έχει σχέση με την εργασία για το ποίημα Ο Γιάννης ο φονιάς.
Φίλοι, που έχετε χαθεί, σας γράφω τα βάσανά μου. Κατά το τέλος μιας ημέρας με πολλή στοχαστική και συγγραφική δουλειά. Βάσανά μου, είναι τρόπος του λέγειν, διότι έμαθα να μην παραπονιέμαι για τη ζωή μου.
Πολλή κούραση μέσα στην εβδομάδα κατά την επαγγελματική και άχαρη εργασία. Και το σαββατοκύριακο, αντί ξεκούρασης, όαση πολλής σκέψης που έχει όμως και επίπονες στιγμές ή πάθος, λύπες και χαρές για αυτά που βρίσκω.
Ένα από τα βάσανα είναι βέβαια και η κλεισούρα, τουτέστιν δεν μπορούν να συναντηθούν δυο φίλοι να πιούνε ένα καφέ ή ένα κρασί έξω από τα σπίτια τους.
Στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της ανάλυσης του τραγουδιού Ο Γιάννης ο φονιάς, ασχολήθηκα σήμερα με ένα ερωτικο-πολιτικό γεγονός που είχε συμβεί στην αρχαία Αθήνα. Ασχολήθηκα με αυτό, διότι κάνω μια σύγκριση ανάμεσα στα ήθη της αρχαίας Ελλάδος και της Νέας Ελλάδος, και τη σιωπή γύρω από γεγονότα που ενοχλούν.
Λοιπόν, το ερωτικο-πολιτικό γεγονός είναι η λεγόμενη τυραννοκτονία που επετέλεσαν οι εραστές Αρμόδιος και Αριστογείτων με τη δολοφονία του Ίππαρχου γυιου του Πεισίστρατου. (Αν ψάξετε στο διαδίκτυο, θα βρείτε πολλά.)
Έχουν γράψει για το γεγονός αυτό πολλοί. Κυρίως όμως ο Θουκυδίδης και ο Αριστοτέλης. Αναδεικνύοντας τον σύνθετο χαρακτήρα του, διότι συνυπήρξαν πολλά κίνητρα· όχι μόνο ερωτική αντιζηλία, αλλά και καταφρονητική συμπεριφορά εναντίον της αδελφής του Αρμόδιου από τους γυιους του τυράννου Πεισίστρατου, Ιππία και Ίππαρχο. Χωρίς όμως ν’ αποδεχτούν και την πολιτική του διάσταση, περιορίζοντας τη σκέψη τους στο δίλημμα αν το γεγονός αυτό προκάλεσε ή όχι την πτώση της τυραννίας των Πεισιστρατιδών.
Ας πω παρενθετικά ότι είχαν τότε γραφτεί και λαϊκά άσματα για το γεγονός αυτό.
Ακούστε τώρα ένα βάσανο. Εκεί που έψαχνα στο διαδίκτυο, πέφτω σε μια μικρή ομιλία του Κωνσταντίνου Πλεύρη για το γεγονός αυτό. Είναι εμετικός. Λέγει ότι ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων ήταν ομοφυλόφιλοι (κίναιδοι), και ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΒΡΑΙΟΙ. Να τραβάς τα μαλλιά σου.
Πού είναι όμως το βάσανό μου ; Διότι υπάρχει βάσανο πραγματικό και αληθινό. Λόγω προκατάληψης, λόγω ντροπής ίσως, λόγω λειψής γνώσης, ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΝΑΛΥΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΧΟΥΝ ΣΙΩΠΗΣΕΙ ΠΑΝΤΕΛΩΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΕΓΟΜΕΝΟ ΕΦΗΒΙΚΟ ΕΡΩΤΑ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΕ ΘΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ.
Όλος ο διάλογος Συμπόσιον του Πλάτωνος, ο αφιερωμένος στον έρωτα, μιλά για τον θεσμό αυτό.
Και όταν μιλώ για μεγάλους αναλυτές, δεν είναι όποιος όποιος, είναι ο Καστοριάδης, η Χάννα Άρεντ, τεράστια ονόματα, αλλά και πάρα πολλοί άλλοι. Σώζεται μόνο ο Ιωάννης Συκουτρής, ο μεγαλύτερος νεοέλληνας φιλόλογος, ο οποίος πλήρωσε με τη ζωή του την Εισαγωγή που έγραψε για το Συμπόσιον του Πλάτωνος, στην οποία μιλά ολοκάθαρα και σαφέστατα για τον έρωτα των αγοριών εφήβων στην αρχαία Αθήνα.
Ο εμετικότατος Πλεύρης ακουμπά λοιπόν δυστυχέστατα σε μια ανοικτή πληγή της νεοελληνικής κοινωνίας και της δημόσιας, κρατικής, εκπαίδευσης. Και από αυτή επωφελείται για να πει τις κοτσάνες του. «Επωφελείται» όμως σίγουρα και από την ανεντιμότητά του. (*Βλέπε μικρή συμπλήρωση στο τέλος.)
Συνειδητοποιώ ότι δίπλα στην υποτίθεται εξύμνηση της αρχαιοελληνικής δημιουργίας, με τις φωταγωγήσεις της Ακρόπολης, ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΒΑΘΥ ΡΕΥΜΑ ΣΚΟΤΑΔΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΙ ΚΑΙ ΑΠΟΣΙΩΠΑ ΤΟΝ ΕΦΗΒΙΚΟ ΕΡΩΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ. ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ.
Το πέρασμα του Χριστιανισμού από τις κοινωνίες που ακολούθησαν την αρχαιοελληνική, προφανώς και ασφαλώς δεν είναι άμοιρο αυτού του βαθιά αντιδραστικού ρεύματος.
Το τελευταίο σημερινό βάσανό μου είναι τούτο. Κι αν λέω ψέματα, μπείτε στο διαδίκτυο να διαπιστώσετε την αλήθεια των λόγων μου.
Μόλις γευματίζω, ημέρες αργίας κυρίως, βάζω και ακούω λαϊκά τραγούδια. Βρήκα λοιπόν κατά τύχη στο διαδίκτυο : Μπάμπης Γκολές, Ξεχασμένα ρεμπέτικα.
Μεταξύ άλλων τραγούδησε ο Μπάμπης το Πέντε Έλληνες στον Άδη, του Γιάννη Παπαϊωάννου.
Και τι ακούω !
Εκεί που ο στιχουργός Κώστας Μάνεσης γράφει :
Στο ρωμαίικο τραγούδι
κάηκε το πελεκούδι
και φωνάζαν από πάνου
να μας ζήσεις Παπαϊωάννου
(ή γεια σου Παπαϊωάννου)
Ο Μπάμπης Γκολές λέει :
Στο ΕΛΛΗΝΙΚΟ τραγούδι
κάηκε το πελεκούδι
και φωνάζαν με μανία
να μας ζήσεις ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.
Έφτυσα την ώρα που γεννήθηκα. Διότι έχασα πάσα ιδέα για τον εθνικιστή Μπάμπη Γκολέ που ήταν μάλιστα στην Πάτρα μέλος του ΚΚΕ. Αλλά τι περιμένεις, εθνικιστικό δεν υπήρξε το ΚΚΕ ;!
Στην πρώτη εκτέλεση οι στίχοι του τραγουδιού είναι όπως τους έγραψα παραπάνω. Στην όμορφη εκτέλεσή του, ο Γιάννης Πάριος λέγει : γεια σου Παπαϊωάννου. Ο Νίκος Δημητράτος, στην εκπομπή Στην υγειά μας ρε παιδιά, με υπέροχο μπουζούκι τον Κώστα Παπαδόπουλο, λέει το γνωστό :
και φωνάζανε αράδα
να μας ζήσει η Ελλάδα.
Ό,τι και να κάνουνε, δεν θα σβήσουνε ποτέ το βαθιά κριτικό κοινωνικό χαρακτήρα του ρεμπέτικου τραγουδιού. Αλλά είναι βάσανο να διαπιστώνεις ότι βαθιά αντιδραστικά ρεύματα διατρέχουν ανενόχλητα τη νεοελληνική κοινωνία.
Καλό σας βράδυ,
νίκος
Envoyé de mon iPhone
Υστερόγραφο
Άκουσα σήμερα, 7 Μαρτίου, μια υπέροχη εκτέλεση του τραγουδιού Πέντε Έλληνες στον Άδη από τον Χρήστο Κωνσταντίνου. Μαθαίνουμε, όλο μαθαίνουμε, ότι υπάρχουν τελικά 4 κουπλέ.
Το προτελευταίο λέει :
Στο ρωμαίικο τραγούδι
κάηκε το πελεκούδι
κι όλοι φώναζαν αράδα
να μας ζήσει η Ελλάδα.
Και το τελευταίο λέει :
Ως κι ο διάβολος ακόμα
στέκει μ’ ανοιχτό το στόμα
κα φωνάζει από πάνου
γεια σου Παπαϊωάννου.
*Μικρή συμπλήρωση. Πού βρήκε ο Πλεύρης ότι ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων ήταν Εβραίοι ;
Υπάρχει πάντα σε κάθε υπόθεση, η υπολεπτομέρεια της λεπτομέρειας. Έχει όμως πάντα σημασία ν’ αναφέρονται. Ο ίδιος ο Πλεύρης λέγει ότι το βρήκε στο περιοδικό Χρονικά, Όργανο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος (ΚΙΣ). Συγχαίρει μάλιστα τους Εβραίους που το αποκαλύπτουν ! Στο παρανοϊκό μυαλό του Πλεύρη μπορούμε να βρούμε ταυτόχρονα τους εκ φύσεως κακούς και τους εκ περιτροπής έντιμους Εβραίους. Αρκεί να τον συμφέρει. Όπως υπογραμμίζει ότι ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων ήταν κίναιδοι, ξεχνά όμως να μας πει ότι ο Ίππαρχος ήταν ερωτευμένος με τον Αρμόδιο. Μίλησα για ανεντιμότητα του Πλεύρη· μπορεί να είναι και άγνοια. Τόσο το χειρότερο, διότι παριστάνει τον καλό και αμερόληπτο γνώστη χωρίς να είναι.
Πράγματι, στο τεύχος 78, Ιούνιος 1985, Αφιέρωμα Αθήνα, του περιοδικού Χρονικά, υπάρχει το άρθρο του Γεωργίου Δ. Κορομηλά [Τι σύμπτωση· μα τι σύμπτωση !], «Οι Εβραίοι στας (sic) αρχαίας Αθήνας». Το βρίσκουμε εύκολα στο διαδίκτυο. Στο άρθρο όμως αυτό, το κύριο μέλημα του συγγραφέα είναι να δείξει ότι ο Αρμόδιος, «αδελφικός φίλος» του Αριστογείτονα, ήταν σημιτικής καταγωγής. Επομένως και η αδελφή του Αρμόδιου. Τους κάνει όμως Εβραίους, χωρίς να εξηγεί το γιατί.
Λοιπόν, η ιδέα προέρχεται από τον Ηρόδοτο, ο οποίος στην αφήγησή του για το γεγονός της δολοφονίας του Ίππαρχου, μιλά μόνον αυτός για την καταγωγή των δύο εραστών, του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, και γράφει ότι ήταν Φοίνικες (Ιστορίαι, Βιβλίο 5, 57). Και τα Χρονικά, Όργανο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος, ο Γεώργιος Δ. Κορομηλάς, και ο Πλεύρης, κάνουν τους Φοίνικες Εβραίους ! Προσθέτω νέα υπολεπτομέρεια. Υπάρχει έργο του Πλούταρχου, αμφισβητούμενης γνησιότητας, με τίτλο Περί της Ηροδότου κακοηθείας. Σε αυτό το έργο, ύποπτης πατρότητας, ο Πλούταρχος καταγγέλλει τον Ηρόδοτο διότι, μεταξύ των άλλων, ψευδώς λέγει ότι ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων ήταν Φοίνικες (860e).
Κοντολογίς, από την κακοήθεια δεν απαλλάσσεται ο πολύξερος Πλεύρης.
Σημειώνω κάτι σημαντικό, κατά τη γνώμη μου. Δεν ξέρω τι γράφουν τα σχολικά, κρατικά, βιβλία για τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, διότι δεν έχω τώρα τη δυνατότητα να τα συμβουλευτώ. Μπορώ όμως να μαρτυρήσω τούτο. Σε σχολικό βιβλίο των τελευταίων τάξεων του δημοτικού, που είχε πέσει στα χέρια μου, η Αφροδίτη ήταν η θεά της ομορφιάς. Λες και τα σχολιαρόπαιδα δεν πρέπει ν’ ακούσουν τη λέξη έρωτας. Συνυπεύθυνοι οι γονείς. Βαθιά αντιδραστικά ρεύματα διασχίζουν επισήμως τη νεοελληνική κοινωνία.
Τελειώνοντας, θα παρουσιάσω ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο στους αναγνώστες μου. Διάβασα πρόσφατα ένα από τα καλύτερα ίσως βιβλία ιστορίας που έχουν γραφτεί. Συγγραφέας και τίτλος : Shlomo Sand, Comment le peuple juif fut inventé (Πώς επινοήθηκε ο ιουδαϊκός λαός). Υπάρχει στα ελληνικά : Σλόμο Σαντ, Πώς επινοήθηκαν οι Εβραίοι. Από το βιβλίο αυτό, θα μπορούσαμε να πάρουμε πολλές φράσεις του συγγραφέα, στις οποίες αναφέρει τα μυθολογικά και ιδεολογικά στοιχεία της σύγχρονης επίσημης κρατικής ιστοριογραφίας του Ισραήλ, για να επινοήσει και κατασκευάσει την «εθνική ταυτότητα» των Εβραίων, και να τις μεταφέρουμε, τις φράσεις αυτές, στην περίπτωση της σύγχρονης επίσημης κρατικής ιστοριογραφίας για τη νεοελληνική κοινωνία. Ας μην εξεγείρονται οι αθώες ανυποψίαστες ψυχές των Νεοελλήνων. Κατασκευασμένη μυθολογική και ιδεολογική «ταυτότητα» έχουν και αυτοί στις τσέπες τους, στο μέρος της καρδιάς. Το ζήτημα αυτό μιας παράξενης συμμετρίας «ελληνισμού» και «ιουδαϊσμού», ως προς το μύθο της «αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας», ή της αιώνιας οντότητας «ελληνικός λαός», δεν θα μας απασχολήσει όμως τώρα εδώ. Θα έχουμε την ευκαιρία. Ένα άλλο στοιχείο έχει ενδιαφέρον για το θέμα μας σε αυτή την εργασία.
Ο συγγραφέας του βιβλίου Πώς επινοήθηκε ο ιουδαϊκός λαός, ερευνά το ερώτημα του μεγάλου αριθμού των Εβραίων της διασποράς, και καταλήγει στην υπόθεση ότι υπήρξαν πολυάριθμοι προσηλυτισμοί στην εβραϊκή θρησκεία, πράγμα το οποίο θέτει υπό αμφισβήτηση την ταυτότητα (συνταύτιση) θρησκείας και φυλετικής προέλευσης όσων όλων θεωρούνται Εβραίοι. Με άλλα λόγια, όλοι οι θρησκευτικώς εννοούμενοι Εβραίοι, δεν είναι κατ’ ανάγκην φυλετικής σημιτικής καταγωγής. Ο Shlomo Sand φτάνει στο σημείο να παρατηρήσει εύστοχα ότι, αν η υπόθεσή του αποδειχθεί αληθής, ισχύει η άποψη του Arthur Koestler σύμφωνα με την οποία ο όρος «αντισημιτισμός» χάνει τότε κάθε έννοια (σελίδα 452 της γαλλικής έκδοσης). Κρίμα ! Χάνεται ο ανέντιμος αντισημιτισμός του Πλεύρη, και θίγεται η αξιοπιστία του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος – το οποίο μάλλον θα είναι εθνικιστικό, υπό την κηδεμονία του Κράτους, και κρατικοδίαιτο, όπως η Ελληνική Κοινότητα Παρισιού !
Όλα τα παραπάνω, ως μικρή συμπλήρωση στη φυλετική καταγωγή, και την «ομοφυλοφιλική» ταυτόχρονα κλίση, του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, φτάνουν για την ώρα ως απάντηση στην πλευρική αήθη επίθεση.
Να πω μόνο τούτο το μικρό ανέκδοτο. Η πρώτη γειτονιά κατοικίας μου στο Παρίσι, τον Ιούνιο του 1986, ήταν το Marais. Τότε, λοιπόν, μια επιφανής «συντρόφισσα» του ΚΚΕ εσωτερικού, δημοσιογραφικής επαγγελματικής ενασχόλησης – «ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε», όπως λέει και το παλιό πατρινό ρητό –, μου είχε πει το εξής ανεπανάληπτο : «Μένεις στη συνοικία των Εβραίων και των ομοφυλόφιλων ;!». (Γιατί το Marais είναι συνοικία των Εβραίων και των ομοφυλόφιλων, φροντίστε να το μάθετε.) Άναυδος είχα μείνει, παρόλο που είχα αρχίσει να καταλαβαίνω την έντονη ασυμμετρία πολιτικο-κομματικής ταμπέλας και πεποιθήσεων σε κρίσιμα θέματα εθνικισμού, ρατσισμού και σεξισμού. Πρόκειται για τα βαθιά αντιδραστικά ρεύματα, υπόγεια και κρυμμένα, που κυλούν κάτω από τη νεοελληνική κοινωνία, ανεξάρτητα από πολιτικά πρόσημα και κομματικές σημαίες.
Παράρτημα 3
Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η αστυνομική ταυτότητα
αλλά η «ταυτότητα» της νεοελληνικής κοινωνίας
Το πραγματικό πρόβλημα είναι πολιτικό
1. Αν τρία εκατομμύρια Έλληνες πολίτες – περίπου το μισό του εκλογικού σώματος – υπέγραψαν το αίτημα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος σχετικά με την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία αστυνομικής ταυτότητας, το στοιχείο και μόνον αυτό, σε μια λογική δημοκρατικής ευαισθησίας που πάντα πρέπει να υπάρχει, θέτει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συγκεντρώθηκαν οι υπογραφές, η ίδια η νομιμότητα της ενέργειας και πολλά άλλα ζητήματα γύρω από τη διαδικασία συγκέντρωσης των υπογραφών, όλα αυτά μπορούν να συζητηθούν. Αλλά, αν δεν θέλουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα από νομικίστικη και μόνο σκοπιά, τίθεται επί τάπητος το τεράστιο πρόβλημα των ιδεών που θα ’πρεπε να συγκρούονται, και μάλλον δεν συγκρούονται όπως θα ’πρεπε, στη σημερινή ελληνική κοινωνία.
2. Ένα άλλο ενισχυτικό στοιχείο της άποψης, που θέλουμε εν συντομία να παρουσιάσουμε εδώ, αποτελεί το μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ζήτημα απασχολεί την ελληνική κοινωνία και τη κοινή γνώμη. Μια κυβέρνηση που φέρεται, αυτοπροβάλλεται και τελικά, με βάση το ισχύον πολιτικό σύστημα, είναι νόμιμη, μια μεγάλη μερίδα διανοουμένων που αρθρογραφούν, μια μεγάλη μερίδα του δημοσιογραφικού κόσμου, κλπ., δεν κατάφεραν φαίνεται μέχρι τώρα να δώσουν λύση σ’ ένα πρόβλημα, που παρότι μοιάζει τελείως δευτερεύον και ακόμα τυπικό, αγγίζει το κρίσιμο ζήτημα της «ταυτότητας» της ίδιας της νεοελληνικής κοινωνίας.
3. Επειδή δεν πρόκειται εδώ για δοκίμιο, πρέπει να ειπωθεί ωμά, περιληπτικά, καθαρά : το ζήτημα ενός ριζικού μετασχηματισμού της νεοελληνικής κοινωνίας σ’ έναν κρίσιμο τομέα, που αφορά την ίδια την «ταυτότητά» της, έχει τεθεί. Και όμως, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν οι δυνάμεις, οι ιδέες, και οι άνθρωποι, που θα επιχειρούσαν τη λύση του προβλήματος μια για πάντα.
Η κρισιμότητα του ζητήματος έγκειται στη διακήρυξη των παρακάτω ιδεών.
α) Ελληνισμός (ελληνικότητα, και όλα τα συναφή) δεν μπορεί να υπάρξει ως έννοια διαχρονικής συνέχειας με μια κληρονομιά που ούτε ανήκει – τρόπος του λέγειν – αποκλειστικά στους σύγχρονους Έλληνες, ούτε μπορεί να αποτελέσει το κύριο βάθρο της «ταυτότητάς» τους. Η αρχαία ελληνική δημιουργία είναι έργο των αρχαίων Ελλήνων. Οι Νεοέλληνες – όπως και όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι και όλοι ανεξαρτήτως οι λαοί – το μόνο που έχουν και μπορούν να κάνουν είναι να δουν τι θετικό μπορούν να πάρουν από αυτή την κληρονομιά, αλλά κυρίως να δουν τι δημιούργησαν αυτοί από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ώς σήμερα, τι δημιουργούν σήμερα, και τι θα δημιουργήσουν στο μέλλον.
β) Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να αποτελεί ούτε στοιχείο του μυθικού ελληνισμού, ούτε στοιχείο «ταυτότητας» των Νεοελλήνων. Αποτελεί μια συνιστώσα του Χριστιανισμού, ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επιβληθεί ως μοναδικό στοιχείο νοήματος ζωής για έναν λαό σήμερα.
γ) Πάνω από εκατό χρόνια, η νεοελληνική κοινωνία βρίσκεται δέσμια ενός ιδεολογικού ρεύματος που επεκράτησε και έγινε κρατική ιδεολογία. Πρόκειται για μια ιδεολογία καθαρά ρατσιστικού, εθνικιστικού χαρακτήρα : Είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, μοναδικοί κληρονόμοι του έργου τους. Είμαστε ο περιούσιος λαός του χριστιανικού Θεού, μοναδικοί κληρονόμοι του Βυζαντίου. Είμαστε μια φυλή που διασχίζει τους αιώνες χάρη στο ελληνικό αίμα, την ελληνική ψυχή και τα ελληνικά χρωμοσώματα. Όλα αυτά τα ανομοιογενή στοιχεία κατάφερε να συνενώσει η κρατική ιδεολογία, ολοφάνερος σοβινιστικός μύθος, που φέρει την αντιφατική ονομασία ελληνοχριστιανικός πολιτισμός.
4. Και όμως, πάντοτε ήταν, και κυρίως τώρα είναι δυνατόν να χαραχθεί μια άλλη προοπτική που θα βγάλει την Ελλάδα από την κρατική ιδεολογία και από μια σχιζοφρενή σύνθεση ανομοιογενών στοιχείων. Είναι η δημοκρατική συζήτηση επί της ουσίας του ζητήματος της νεοελληνικής «ταυτότητας».
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ζήτημα αυτό θέτει ως πρόταγμα τον ριζικό μετασχηματισμό των νοοτροπιών. Σε όσους όμως, και φαίνεται ότι είναι μια μεγάλη πλειοψηφία, αρχίσουν να σχίζουν τα ιμάτιά τους και να επισείουν το σκιάχτρο του εθνικού διχασμού και τα παρόμοια, υπάρχουν επιχειρήματα για να αντιταχθούν. Τα συνθέτω ως εξής.
Η «ταυτότητα» ενός σύγχρονου λαού δεν μπορεί να οικοδομείται στο παρελθόν, στην προγονοπληξία και στη θρησκεία. Αλλά σε αρχές, που άλλωστε ο ίδιος κατάκτησε ή μπορεί να κατακτήσει, όπως η ελευθερία, η ισότητα και η δημοκρατία, τα δικαιώματα του κάθε πολίτη, η συμμετοχή στα κοινά.
Έλληνας δεν μπορεί να είναι σήμερα μόνο όποιος κομπορρημονεί επισείοντας δημιουργίες άλλων εποχών και άλλου τύπου ανθρώπων. Έλληνας δεν μπορεί να ταυτίζεται με το Χριστιανός και Ορθόδοξος. Έλληνας δεν μπορεί να είναι μόνο όποιος εθελοτυφλεί και υποδουλώνεται σ’ ένα σκοταδιστικό νόημα ζωής.
Έλληνας μπορεί να είναι ο πολίτης, που σέβεται την ατομική και συλλογική ελευθερία, που είναι δημοκρατικός σε κάθε ενέργεια της ζωής του, που μπορεί να έχει όποιες ιδέες θέλει στον λεγόμενο μεταφυσικό τομέα, αλλά που οφείλει να αφήνει όλους τους άλλους να έχουν τις δικές τους ιδέες ελευθερίας.
Έλληνας, τέλος, μπορεί να είναι αυτός που επωμίζεται τις ευθύνες του και αναγνωρίζει τη συμβολή του στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας, στην κουλτούρα της, στις θετικές και αρνητικές δημιουργίες της. Έλληνας είναι αυτός που μπορεί να δεχθεί επιτέλους ότι οι Έλληνες είναι ένας λαός όπως όλοι οι άλλοι, των οποίων οφείλει να σέβεται την ιστορία, τα δικαιώματα, την κουλτούρα, θεωρώντας τους ίσους μέσα στη διαφορετικότητα.
Αλλιώς, με τη σημερινή εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, φαίνεται να υπεισέρχονται στοιχεία ενός νέου ολοκληρωτισμού.
νίκος ηλιόπουλος
Πεταλίδι Μεσσηνίας, 26 Αυγούστου 2001
Συμπλήρωση 20 χρόνια μετά
«Α ! Κατάλαβα. Δεν είναι Έλληνας.»
Αναρωτιόμουν γιατί έγραψα την τελευταία φράση. Και θυμήθηκα γιατί.
Πρέπει να ήταν Ιανουάριος του 1999. Παραμονή των Φώτων. Καθόμουν πρωί στην αυλή ενός καφενείου στις Κιτριές της Μεσσηνιακής Μάνης. Με μια φίλη.
Βλέπω να μπαίνει στην αυλή ένας παπάς για να μας αγιάσει, σύμφωνα με το έθιμο της ημέρας, ραντίζοντάς μας με το θαυματουργό νερό – της βρύσης.
Λέγω ήρεμα στη φίλη μου ότι δεν θα δεχτώ, αυτή ας κάνει ό,τι θέλει.
Πλησιάζει στο τραπέζι μας ο πάπαρδος – έτσι τους έλεγε η μάννα μου, πιστή αλλά όχι θεούσα· θεομπαίχτες τους έλεγε ο πατέρας μου. Μένω ακίνητος, αδιάφορος και απαθής. Ραντίζει τη φίλη μου, και κατευθύνεται προς εμένα. Πριν προλάβω να πω ήρεμα ότι δεν θέλω, το λέει η φίλη μου. Και ο παπάς απαντά :
«Α ! Κατάλαβα. Δεν είναι Έλληνας.»
Η κόψη της σιωπής μου προς απάντησή του.
Σκοτίστηκα για την κουβέντα του παπά. Τι να του πω ; Ότι τυχαίνει να είμαι βέρος Καλαματιανός, «πάππου προς πάππου», και κατά το ένα δέκατο Πατρινός ; Αφού νιώθω ευρωπαίος πολίτης, και δηλώνω πολίτης του κόσμου εκ βαθιάς πεποιθήσεως. Κάτοικος Παρισιού το μισό της ζωής μου, 35 χρόνια.
Αλλά, όποιος δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει η λογική στην οποία βασίζεται η φράση του παπά, δεν έχει καταλάβει τίποτα από την ανθρώπινη ιστορία και κυρίως από την ιστορία του δεινού 20ουαιώνα.
Και τον καλώ να σκεφτεί πολύ. Τον καλώ να σκεφτεί πάλι !
νίκος
Παρίσι, 4 Απριλίου 2021
[1]. Παραπέμπω στο κείμενό μου, «Ας επινοήσουμε ξανά τον έρωτα», που δημοσιεύτηκε στο συλλογικό βιβλίο Δώδεκα ερωτικές διαδρομές, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Πηγή, Μάρτος 2016, και υπάρχει στην ιστοσελίδα μου Δημοκρατική σκέψη : nicosiliopoulos.blogspot.com
[2]. Είναι το θέμα που εξετάζω στο κείμενό μου Το εθνικιστικό φαντασιακό της νεοελληνικής κοινωνίας.
[3]. Έψαξα, για πρώτη φορά ομολογώ, για βιβλία τα οποία ν’ αναφέρονται στην ιστορία της ιδιωτικής ζωής στη νεοελληνική κοινωνία – είδος που ανθεί στη Γαλλία. Για την ώρα δεν βρήκα.
[4]. Παραθέτω ενδεικτικά ένα βιβλίο του. Προς το παρόν Κείμενα για τα σύγχρονα ήθη, Πλέθρον, 1990.
[5]. Στη Γαλλία, έγκυρες κοινωνιολογικές έρευνες, αλλά και η ίδια η πραγματικότητα, μαρτυρούν ότι, στις περιπτώσεις βιασμών ανηλίκων, οι βιαστές είναι στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος των θυμάτων.
[6]. Πλάτωνος Συμπόσιον Κείμενον, μετάφρασις και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή, Αθήναι, Βιβλιοπωλείον της «Eστίας», πρώτη έκδοση 1934, εικοστή τέταρτη έκδοση 2012, σελίδα 50, σημείωση 1.
[7]. Αρκεί και μόνο η Εισαγωγή του, 255 σελίδων, στο βιβλίο Πλάτωνος Συμπόσιον, το οποίο αναφέρω στη σημείωση 6.
[8]. Βλέπε, στο βιβλίο μου Προς μια αυτόνομη κοινωνία, σελίδα 55 και σημείωση 57.
[9]. Ας μου επιτραπεί να σας γνωρίσω τούτο το βιβλίο της μεγάλης συγγραφέως. Marguerite Yourcenar, La Couronne et la Lyre. Poèmes traduits du grec, Paris, Gallimard, 1979.
[10]. Μια σύγχρονη ποιητική ονομασία του, βρίσκουμε στους παρακάτω υπέροχους στίχους, από την Αμοργό, του Νίκου Γκάτσου που μελοποίησε και τραγουδά ο Μάνος Χατζιδάκις : Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη / Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι / Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της.
[11]. Βλέπε, στο βιβλίο μου Άλλες στάσεις ζωής, σελίδες 76-84.
[12]. Η ενημέρωσή μου προέρχεται από συνεχείς έρευνες στο διαδίκτυο, δεδομένου ότι οι ερευνητές της αρχαίας ελληνικής μουσικής ανακαλύπτουν συνεχώς νέα στοιχεία.
[13]. Αυτό, γύρω στα 1900, ως συμβολική χρονολογία, είχε λήξει. Και αυτό οδήγησε, συν τοις άλλοις, στη λεγόμενη Μικρασιατική καταστροφή. Και στην ήττα της Μεγάλης Ιδέας, όχι όμως στην υπέρβαση της μεγάλης ιδέας για τον εαυτόν μας. Μου αναφέρουν φίλοι το 1941-1944 και τον εμφύλιο. Εκεί παίχτηκαν άλλα πράγματα. Όχι η εθνική μας «ταυτότητα». Καλύτερα να μην τα αναφέρουμε. Ολοκληρωτική κοινωνία, δορυφορική ή όχι. Πριν σαράντα χρόνια, υπήρξε η είσοδος στην τότε ΕΟΚ, που εξελίχτηκε σε Ευρωπαϊκή ένωση. Εφόσον ούτε αυτή η ένταξη δεν οδήγησε στον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, να δούμε τι επιτέλους θα οδηγήσει σε αυτόν.
[14]. Σκέφτομαι πάντοτε την περίφημη και ημαρτημένη διατύπωση του Καστοριάδη : «η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.Χ.», και θέτω πάντα το ερώτημα : ποιος είναι επιτέλους αυτός ο «λαός» ; Ποια είναι αυτή η ατελείωτη και ανεξάντλητη κατηγορία πολιτικής σκέψης, «λαός» ; Τελείωσε η πολιτική του ζωή, εδώ και 2425 συναπτά έτη, αλλά αυτός συνεχίζει να υπάρχει. Ως τι ; Αν δεν αποτελεί πολιτική οντότητα, ούτε καν πολιτισμική παρά τους μύθους της ιστορικής συνέχειας, τότε το μόνο που μένει ως «λαός» είναι η φυλετική οντότητα. Όπερ άτοπον. Στην περαιτέρω ανάλυσή του μετά την παραπάνω διατύπωση, ο Καστοριάδης σκέφτεται με όρους ανελευθερίας του «ελληνικού λαού», επειδή ζούσε υπό ξένες κατοχές. Θέση τελείως διαφορετική από την ιδεολογία της ιστορικής συνέχειας, θέση όμως επίσης τελείως προβληματική. Η ιδεολογία βλέπει αρχαιοελληνικό ελληνικό λαό, βυζαντινό χριστιανικό λαό, τουρκοκρατημένο χριστιανικό λαό· και νεοελληνικό λαό, χριστιανικό και ορθόδοξο και αυτόν. Μία ψυχή, ένα δαιμόνιον, μία γλώσσα, ένα πνεύμα (αντίστασης, λέγει ο Νίκος Σβορώνος), ένας ελληνισμός. Ο μεγάλος στοχαστής βλέπει έναν κατακτημένο λαό, δίχως πολιτική ζωή επιπλέον. Τι είναι επιτέλους αυτός ο «λαός» ; Ποιες φαντασιακές σημασίες τον συνέχουν στην κοινωνική του ζωή ;, για να θέσουμε το ερώτημα που επιβάλλει η ίδια η θεωρία του Καστοριάδη. Δεν μένει παρά η φαντασιακή σημασία της οντότητας «Γένος» (ή Φυλή ή αναχρονιστικά Έθνος), οντότητας κενής περιεχομένου ή – το ίδιο είναι – αλλοπρόσαλλου περιεχομένου. «Λαός-Γένος», ο αυτός το 404 π.Χ, «Λαός-Έθνος ή Φυλή», ο αυτός το 2021. Για την φράση που παρέθεσα παραπάνω, βλέπε στο βιβλίο, Του Κορνήλιου Καστοριάδη, εκδόσεις Πόλις, 2001, σελίδα 25.
[15]. Είχα γράψει τότε ένα κείμενο· θα υπάρχει στα χαρτιά μου. Το βρήκα μετά πολύ ψάξιμο. Το παραθέτω στο παράρτημα με μια μικρή συμπλήρωση.
[16]. Έχω βάλει πάντα τη λέξη ταυτότητα μέσα σε εισαγωγικά για αυτόν ακριβώς το λόγο· ταυτότητα είναι κάτι στατικό και αναλλοίωτο, όπως περίπου η αστυνομική ταυτότητα (έτος γεννήσεως, τόπος γεννήσεως, φύλο άρρεν ή θήλυ, ιθαγένεια ελληνική· και πριν λίγα χρόνια θρήσκευμα : χριστιανός ορθόδοξος). Η αέναη κίνηση της κοινωνίας μάς ενδιαφέρει, και οι δημιουργίες της· και μας οδηγούν σε μια κοινωνία που έχει ως «ταυτότητα» να μην έχει ταυτότητα.
[17]. Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία ήτοι Λόγος περί ελευθερίας, εν Ιταλία 1806.
[18]. Για όλα, σχεδόν, τα κουσούρια της νεοελληνικής κοινωνίας, έχουν μιλήσει. Ποιος θα μιλήσει για το κουτσομπολιό ; Μορφή (πανανθρώπινη ;) σκληρού κοινωνικού ελέγχου, κακόβουλος και συχνά συκοφαντικός σχολιασμός των πράξεων και της συμπεριφοράς τρίτων. Με παρηγορεί ακόμα μια φορά το υπέροχο λαϊκό τραγούδι Ντουνιά ανακριτή, του Απόστολου Χατζηχρήστου.